ΛΟΓΙΚΟΣ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Παραδοσιακά στις φυσικές επιστήμες η κυρίαρχη τριάδα είναι η Φυσική, η Χημεία και η Βιολογία. Στη συστημική αυτή κατάταξη, η οποία βασίζεται στην αυξανόμενη συνθετότητα του αντικειμένου διερεύνησης – και περιλαμβάνει ακόμη την Ανθρωπολογία και τις Κοινωνικές Επιστήμες -, η Φυσική καταλαμβάνει τη βάση της ιεραρχίας. Αυτό έγκειται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το αντικείμενο της σχετίζεται με τη μελέτη της φύσης και των φυσικών φαινομένων. Οι άλλες επιστήμες μπορεί να αντιπροσωπεύουν υψηλότερα επίπεδα πολυπλοκότητας, θεωρούνται όμως «υποδεέστερες», από την άποψη ότι βρίσκονται μακρύτερα από τη στοιχειώδη μορφή ή ουσία της ύλης.
H παραπάνω κατάταξη αντανακλά στην ουσία ένα φιλοσοφικό δόγμα, που γενικά επικρατεί, σύμφωνα με το οποίο ολόκληρο το Σύμπαν μπορεί να αναχθεί σε θεμελιώδεις αρχές. Επιστημολογικά όλα τα φαινόμενα, σε ένα τελικό επίπεδο αναγωγής, μπορούν να ερμηνευτούν πλήρως με τους νόμους της Φυσικής.
Οι φυσικές επιστήμες αποτέλεσαν από τη γέννησή τους ένα ακέραιο τμήμα της Φιλοσοφίας και στην ουσία δεν διαχωρίστηκαν ποτέ από αυτή. Μάλιστα η θεωρητική Φυσική, στα τέλη του 19ου αιώνα, περιγραφόταν ακόμη ως Φιλοσοφία της φύσης, ή Φυσική Φιλοσοφία, σε διάκριση από τους δύο άλλους κύριους κλάδους της Φιλοσοφίας των Ιδεών, την Ηθική Φιλοσοφία και τη Μεταφυσική.
H Φιλοσοφία των Επιστημών, ως μελέτη των δεδομένων της επιστημονικής διερεύνησης και της εγκυρότητας των επιστημονικών θεωριών μέσα από μια φιλοσοφική προοπτική, αναγνωρίστηκε σαν ξεχωριστός επιστημολογικός κλάδος μόνο κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, με την εντεινόμενη εξειδίκευση και τον επαγγελματικό διαχωρισμό των επιστημών.
Επιστημολογικά η Φυσική αντιμετωπιζόταν ανέκαθεν ως θετική επιστήμη με έμφαση στη μελέτη της λογικής δομής της. Το τελευταίο σημαίνει ότι κατά κανόνα το ενδιαφέρον περιοριζόταν σε νόμους που εκφράζονταν με μαθηματικοποιημένες σχέσεις φυσικών μεγεθών, καθώς και σε θεωρίες με αξιωματική ισχύ. Άλλωστε, με φιλοσοφικούς όρους, η Φυσική κλίνει περισσότερο προς έναν φυσικό επιστημονικό Ρεαλισμό, ο οποίος προσβλέπει στην παραγωγή αυστηρών νόμων καθολικής ισχύος. H Φυσική είναι κατά βάση μια εικοτολογική – υποθετική επιστήμη, που επιδιώκοντας την ερμηνεία της φύσης αποτέλεσε εξαρχής έναν βασικά θεωρητικό κλάδο. Στην επιστήμη μας, το πείραμα, ως τυπική επιστημονική μέθοδος, εισήχθη σχετικά πρόσφατα -τον 17ο αιώνα, κυρίως με τον Γαλιλαίο- και ανέκαθεν έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο, ο οποίος περιοριζόταν στη διαμόρφωση και επαλήθευση της θεωρίας.
Νεοθετικισμός ή Λογικός Θετικισμός
Βασικά ο Θετικισμός είναι ένα επιστημονικό φιλοσοφικό δόγμα το οποίο υποστηρίζει πως μία πρόταση ή ένας φυσικός νόμος είναι αληθής μόνο όταν είναι λογικά επαληθεύσιμος. Η επαλήθευση θα πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην έμμεση, δηλαδή μία πρόταση είναι αληθής μόνο όταν αν, συνδυαζόμενη με κάποια άλλη αληθή πρόταση, δίνει αληθή συμπεράσματα.
Από τη δεκαετία του ’20 έως και τη δεκαετία του ’60, στη Φιλοσοφία των Επιστημών κυριαρχούσε ο λογικός Θετικισμός ή Νεοθετικισμός, ένα φιλοσοφικό κίνημα με αντικείμενο την έρευνα της επιστημονικής σκέψης και των λογικών βάσεων της, που συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του στην ανάλυση της επιστημονικής γλώσσας και στην αναζήτηση του ακριβούς νοήματος, παραμερίζοντας οποιεσδήποτε μεταφυσικές θεωρήσεις.
O Νεοθετικισμός, που διακήρυττε ότι χαράζει έναν τρίτο δρόμο ανάμεσα στον Ιδεαλισμό και στον Υλισμό, εκφράστηκε κυρίως μέσα από τη Φιλοσοφία της Φυσικής καθώς η ανάπτυξη του συνέπεσε σε μεγάλο βαθμό με την επανάσταση στη σύγχρονη Φυσική και κυρίως με αυτή, ενώ οι άλλες θετικές επιστήμες, και ιδιαίτερα η Χημεία, αγνοήθηκαν σε βαθμό δυσανάλογα μεγάλο με την προσφορά τους.
Με την ευρεία έννοια ο λογικός θετικισμός μπορεί να θεωρηθεί συνώνυμο του νεοθετικισμού. Συγκροτήθηκε ως δέσμη ερευνητικών προγραμμάτων με τον «Κύκλο της Βιέννης» (Ρ. Κάρναπ, Ο Νόυρατ. Φ. Φρανκ, Γ.Φέιγκλ, Χ. Ράιχενμπαχ κ.ά.) και διαδίδεται σε ευρεία κλίμακα στα τέλη της δεκαετίας του 1920 – αρχές της δεκαετίας του 1930, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 το κέντρο του μετατίθεται στις ΗΠΑ, όπου με ορισμένες τροποποιήσεις διαδίδεται ως λογικός εμπειρισμός.
Ανάμεσα στα μέλη του τα διασημότερα εκτός από τον «αρχηγό» – Γερμανό φυσικό και εμπειριστή φιλόσοφο – Moritz Schlick, ο οποίος την εποχή του Μανιφέστου (1929) ήταν 47 ετών, ήταν ο Γερμανός φυσικός, μαθηματικός και φιλόσοφος Rudolf Carnap 38 ετών, με σημαντική συνεισφορά στη μαθηματική Λογική, στη θεωρία των Πιθανοτήτων και στη Φιλοσοφία των Επιστημών, ο Kurt Gödel 23 ετών, ο Friedrich Waismann 33 ετών, ο οικονομολόγος και κοινωνιολόγος Otto Neurath 47 ετών , ο Hans Hahn 50 ετών, ο φυσικός Philip Frank 45 ετών ενώ οι περισσότεροι ήταν Εβραϊκής καταγωγής ή μαρξιστές ή και τα δύο. Επίσης, οι μαθηματικοί Χανς Χαν, Ρίχαρντ φον Μίζες και αργότερα ο Κουρτ Γκέντελ (Kurt Godel, 1906-1978).
Στον κύκλο συμμετείχαν οικονομολόγοι, κοινωνικοί επιστήμονες, μαθηματικοί, θεωρητικοί της Λογικής, φυσικοί καθώς και φιλόσοφοι.
H Σχολή αυτή ήταν επηρεασμένη από την «επιστημονική κοσμοαντίληψη» του Ερνστ Μαχ και ουσιαστικά προσπάθησε να ανανεώσει τη θετικιστική Φιλοσοφία δίνοντας σε αυτήν επιστημονική μορφή. Προσπάθησε, δηλαδή, να εισαγάγει στη φιλοσοφική έρευνα την ακρίβεια και την εγκυρότητα που διακρίνει τις θετικές επιστήμες.
O Κύκλος της Βιέννης αφενός μεν υποστήριξε τη μαθηματική Λογική, αφετέρου δε υπερτόνισε την αξία της εμπειρίας για την επιστημονική γνώση, ενώ προσπάθησε να πραγματοποιήσει την ενότητα των επιστημών με την ενοποίηση των επιστημονικών όρων. Απέρριπτε την παραδοσιακή Μεταφυσική ως πηγή απαντήσεων χωρίς νόημα σε ανύπαρκτα προβλήματα!
Σκοπός της Φιλοσοφίας, υποστήριζαν οι οπαδοί του Κύκλου της Βιέννης, είναι η λογική διευκρίνιση των σκέψεων και μοναδική πηγή της είναι αυτό που μπορεί να παρατηρηθεί επιστημονικά. Έτσι, η επαλήθευση μιας πρότασης μπορεί να γίνει μόνο με το πείραμα και τις μετρήσεις, ουσιαστικά δηλαδή με τις αισθήσεις μας. Άρα το μοναδικό είδος έγκυρης γνώσης είναι αυτό που προέρχεται από επιστήμες όπου κυριαρχεί το πείραμα, η παρατήρηση και οι μετρήσεις, επομένως μόνο από τον χώρο των θετικών επιστημών.
Ο Ludwig Wittgenstein, τότε 48 ετών, ήταν επίτιμο μέλος της ομάδας και εθεωρείτο ο πνευματικός της καθοδηγητής παρόλο που ο ίδιος δεν συμμετείχε ούτε αποδεχόταν την τιμητική διάκριση.
Αυτό που τους ένωνε ιδεολογικά ήταν η πίστη τους στην εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων. Η φιλοσοφία, πίστευαν μπορεί να ωφεληθεί όσο κανένας άλλος τομέας από την υιοθέτηση μιας αυστηρής λογικής.
Εδώ διέφεραν από τους συναδέλφους τους του Cambridge στην Αγγλία, το οποίο αποτελούσε, τότε, την άλλη φιλοσοφική πρωτεύουσα του Κόσμου. Εκείνοι πίστευαν ότι οι επιστήμες έπρεπε να πάρουν μαθήματα από τη φιλοσοφία. Στην μεν Βιέννη έβλεπαν τη φιλοσοφία σαν αιμοδιψές παράσιτο στη δε Αγγλία σαν θεραπευτική βδέλλα.
Ο πραγματικός εχθρός δεν ήταν όμως το Cambridge. Ήταν ο γερμανικός ιδεαλισμός. Αυτός έδινε προτεραιότητα στη νόηση και στο πνεύμα έναντι της φυσικής και της λογικής
Στο μανιφέστο του 1929 του Κύκλου της Βιέννης τρία ονόματα αναφέρονται ως πατέρες του κινήματος.
Ο Αϊνστάιν ήταν το πιο φωτεινό αστέρι του επιστημονικού διαφωτισμού. Οι περιγραφές του για τον χώρο και τον χρόνο φαίνονταν να ανατρέπουν τον ισχυρισμό του Καντ ότι ορισμένα πράγματα για τον Κόσμο τα ανακαλύπτουμε απλά και μόνο συλλαμβάνοντάς τα με τον νου μας, με τη διαίσθησή μας χωρίς να κουνηθούμε ένα βήμα από την πολυθρόνα μας.
Ο Μπέρτραντ Ράσσελ ήταν το δεύτερο όνομα στο τιμητικό πάνθεον του Κύκλου. Στον Ράσσελ εκτιμούσαν το ότι υποστήριξε με πάθος τον εμπειρισμό, τη θεωρία που λέει ότι όλη η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται από την εμπειρία. Θαύμαζαν επίσης την πρωτοποριακή του εφαρμογή της Λογικής στα μαθηματικά και στη γλώσσα.
Ο Λογικός Θετικισμός υπήρξε πριν απ’ όλα ένα κίνημα που μιλούσε στο όνομα της ακρίβειας και της προόδου στις επιστήμες. Σκοπός του ήταν να δανειστεί τη Μέθοδο που είχε στηρίξει τόσο καλά την επιστήμη και να αποστάξει στην ουσία της.
Και αυτό όχι μόνο για να εξυγιάνει την ίδια την επιστήμη από τη ροπή της προς τη μυστικιστική ασάφεια και τη Μεταφυσική αλλά και για να εξυγιάνει όλους τους τομείς της διανόησης.
Επηρεασμένοι από το πνεύμα που κυριαρχούσε στη Βιέννη εκείνη την εποχή οι στοχαστές του Κύκλου θέλησαν να θάψουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν τα κατάλοιπα των παλιών ιδεών και αναστήσουν στη θέση τους ένα σύστημα με υγιή θεμέλια βασισμένα στις εμπειρικές επιστήμες
Ένας λόγος για τον οποίο ο Κύκλος της Βιέννης ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία στον κόσμο της φιλοσοφίας ήταν ότι πρότεινε το θεμελιακό αξίωμα: "Υπάρχουν δύο τύποι έγκυρων προτάσεων".
Πρώτον οι προτάσεις που είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν αληθείς ή ψευδείς με κριτήριο το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούν Η σχέση λόγου χάρη «2+2 = 4» ή λογικές συνεπαγωγές του τύπου «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί, ο Σωκράτης είναι άνθρωπος άρα ο Σωκράτης είναι θνητός».
Δεύτερον, έγκυρες προτάσεις είναι οι εμπειρικές προτάσεις που επιδέχονται διαδικασίες εμπειρικής εξακρίβωσης. «Το νερό βράζει στους 1000» ή «η Γη είναι επίπεδη».
Όλες οι άλλες προτάσεις είναι κυριολεκτικά χωρίς νόημα. Από τη στιγμή που δεν μπορούμε να επαληθεύσουμε εμπειρικά την ύπαρξη ή ανυπαρξία του Θεού κάθε ισχυρισμός θρησκευτικού περιεχομένου ήταν από διανοητική άποψη χωρίς νόημα. Δηλώσεις όπως «το να σκοτώσεις είναι κακό πράγμα» «πρέπει κανείς να είναι πάντα ειλικρινής» « ο Πικάσο είναι καλύτερος ζωγράφος από τον Μονέ» πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εκφράσεις προσωπικών κρίσεων ως ισοδύναμες δηλαδή με τις προτάσεις «δεν εγκρίνω τον φόνο» « κατά την άποψή μου οι άνθρωποι πρέπει πάντα να λένε την αλήθεια» , «προτιμώ τον Πικάσο από τον Μονέ» .
Ο Κύκλος της Βιέννης και ο Ludwig Wittgenstein
Εκείνος όμως για τον οποίο το κίνημα έτρεφε βαθύτατο σεβασμό ήταν ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Η έντονη λατρεία στον Βιτγκενστάιν άρχισε όμως να υποχωρεί μετά το 1930.
Η ισχυρή προσωπικότητα του Wittgenstein και οι μεταρρυθμιστικές ιδέες του για τη φιλοσοφία, η σφοδρότητα της εκστρατείας του να απαλλάξει τους συγχρόνους του από προσχηματισμένες παραδοχές έδωσαν νέα μορφή στον ευρωπαϊκό στοχασμό
Πολλοί από τους υποστηρικτές του Λογικού Θετικισμού θεώρησαν ότι το έργο Tractatus του Wittgenstein ήταν το « δικό τους» βιβλίο, το έργο που τους δικαίωνε. Βασιζόμενοι μάλιστα σε αυτό είχαν οδηγηθεί στην ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑΣ την οποία οφείλει κανείς να χρησιμοποιήσει για να κρίνει εάν μία πρόταση είναι επιστημονική.
Η ερμηνεία όμως που είχαν αποδώσει στα γραφόμενα στο Tractatus είναι συζητήσιμη. Ο Wittgenstein είχε χωρίσει τις προτάσεις σε εκείνες που μπορούμε να διατυπώσουμε και σε εκείνες για τις οποίες πρέπει να σιωπούμε.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ, στη δεύτερη οι ΗΘΙΚΕΣ.
Αυτό που παρανόησαν τα μέλη του Κύκλου ήταν ότι ο Wittgenstein δεν πίστευε ότι « το άρρητο είναι ανοησία ».
Αντίθετα θεωρούσε ότι «τα πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε έχουν ιδιαίτερη σημασία»
Τα μέλη του Κύκλου ήταν άνθρωποι επιστήμονες που απέρριπταν τη μεταφυσική, την ηθικολογία και την πνευματικότητα. Αρχικά πίστεψαν ότι το Tractatus εξέφραζε την ίδια αντίληψη. Λίγα χρόνια μετά βρέθηκαν μπροστά σε έναν άνθρωπο που απήγγειλε ποίηση και ήταν κατά το ήμισυ μυστικιστής.
O Νεοθετικισμός καλλιεργήθηκε αρχικά στη Βιέννη, γι' αυτό έγινε γνωστός και καθιερώθηκε ως ο Κύκλος της Βιέννης. Ωστόσο, μετά την επικράτηση του Ναζισμού στη Γερμανία και στη συνέχεια στην Αυστρία, οι εκπρόσωποι του -από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν Εβραίοι- κατέφυγαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ. Εξ αυτού του γεγονότος έγιναν οι ζωντανοί φορείς της ευρύτερης διάδοσης του Νεοθετικισμού σε όλο τον κόσμο.
Ο Κύκλος και ο Karl Popper
Ο Karl Popper Βιεννέζος κι αυτός με εβραϊκή καταγωγή, τότε δηλαδή το 1929, 27 ετών, ποτέ δεν πήρε μέρος στις εβδομαδιαίες συζητήσεις του Κύκλου. Ο ίδιος αργότερα εξομολογείται ότι ποτέ δεν έγινε μέλος του Κύκλου.
Το πρώτο του μεγάλο έργο Logik der Forschhung ( Η Λογική της επιστημονικής ανακάλυψης ) που εκδόθηκε το 1934 ήταν εξίσου αξιόλογο με τα έργα των μελών του Κύκλου.
Γιατί άραγε ο Κύκλος αγνόησε τον νέο αυτό Βιεννέζο στοχαστή ;
Μια απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι «αυτό συνέβη επειδή έτσι το θέλησε ο Moritz Schlick» και ο Schlick δεν εκτιμούσε τον Popper.
Πιο καθοριστικός παράγων όμως πρέπει να είναι η βαθύτατη αντιπάθεια του Popper για τον τότε γκουρού του Schlick – αλλά και των περισσότερων μελών- , τον Ludwig Wittgenstein. Η περιφρόνηση του νεαρού τότε Popper στο έργο του Wittgenstein είχε εκφραστεί και δημόσια λίγα χρόνια αργότερα το έτος δηλαδή 1932 σε μία τρικυμιώδη συνάντηση που έγινε μπροστά σε ευρύτερο κοινό. Τον κατηγορούσε ότι συμπεριφερόταν όπως η Καθολική Εκκλησία, απαγορεύοντας κάθε συζήτηση πάνω στα ζητήματα στα οποία ο ίδιος δεν είχε να δώσει απαντήσεις.
Σε όλη την υπόλοιπη ζωή του αναφερόταν στον Κύκλο της Βιέννης τονίζοντας τη φιλοσοφική απόσταση που τον χώριζε από αυτόν.
Στη θέση της ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑΣ εκείνος πρότεινε τη ΔΙΑΨΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑ ως κριτήριο για το « ΕΑΝ ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ»
Και η άποψή του ήταν ιδιαίτερα σοβαρή και εμπεριστατωμένη.
Κανένας αριθμός πειραμάτων δεν μπορεί να αποδείξει την ορθότητα μιας θεωρίας όπως ότι ο ήλιος θα ανατέλλει πάντοτε, εφόσον όσες φορές και να ανατείλει ο ήλιος δεν υπάρχει τίποτε που να αποκλείει ότι κάποια μέρα στο μέλλον δεν θα φανεί. Αντίθετα, ένα μόνο αρνητικό εμπειρικό δεδομένο αρκεί για αποδείξει ότι μια θεωρία είναι εσφαλμένη.
Μία θεωρία μπορεί να θεωρηθεί ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ εφόσον είναι ανοικτή στη ΔΙΑΨΕΥΣΗ της
Οι φιλόσοφοι δηλαδή του ρεύματος αυτού προσπάθησαν να βάλουν ορισμένα κριτήρια για την επαληθευσιμότητα ή μη των προτάσεων όπως αυτές που λες (μαγεία, θαύματα, θεός κτλ), με αντικειμενικό σκοπό την κατάργηση της μεταφυσικής και του μυστικισμού.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο λογικός θετικισμός επιχειρεί σχετική άμβλυνση ορισμένων από τα αρχικά του δόγματα, την οποία προβάλλει αργότερα ως ανάπτυξη και φιλελευθεροποίηση. Αντικαθιστά λόγου χάρη την αρχή της αναγωγιμότητας της επιστημονικής γνώσης στα εμπειρικά δεδομένα με την αρχή της δυνατότητας εμπειρικής ερμηνείας του συστήματος, την αξίωση της πλήρους επαληθευσιμότητας με τον όρο της δυνατότητας μερικής έμμεσης επιβεβαιωσιμότητας.
Κριτικές του λογικού Θετικισμού
O λογικός Θετικισμός, που έτσι τον ονόμασαν, το 1931, ο Α.Ε. Μπλούμπεργχ (Α.Ε. Blumberg) και ο φιλόσοφος της Επιστήμης στη Μινεσότα Χέρμπερτ Φάιγκλ (Herbert Feigl), όπως ήταν επόμενο, υπεβλήθη εξαρχής σε σοβαρές κριτικές. Οι πιο πρόσφατες αφορούν τις απόψεις των λογικών εμπειριστών για τη φύση της επιστημονικής ερμηνείας, σχετικά με το ότι τα πράγματα δεν είναι πάντοτε τόσο απλά όσο πιστεύουμε ή νομίζουμε πως είναι.
H μεγαλύτερη προσοχή που δόθηκε στην ιστορία των επιστημονικών θεωριών δείχνει ορισμένα χάσματα στα εννοιολογικά συστήματα των επιστημών. Για παράδειγμα, ο σημαντικός ρόλος των πιθανολογικών ερμηνειών στις περισσότερες επιστήμες δέχεται σήμερα όλο και πιο εκλεπτυσμένες αναλύσεις.
Σπουδαίοι φυσικοί, με στιβαρό φιλοσοφικό λόγο, όπως ο Νηλς Μπορ, ο Έρβιν Σρέντινγκερ, ο Βέρνερ Χάιζενμπεργκ και πολλοί άλλοι, υποδεικνύουν με το συνολικό έργο τους ότι δεν υπάρχει ντε και καλά κάποια συστηματική οδός ή μια πρότυπη συνταγή να την ακολουθήσουμε, εκκινώντας από τα δεδομένα, προκειμένου να προσεγγίσουμε κάποια επιστημονική θεωρία.
Επίσης πρέπει να γίνει κατανοητό ότι μολονότι η επιστημονική δημιουργικότητα οδεύει -κατά κάποιον τρόπο- παράλληλα με την καλλιτεχνική δημιουργία, εντούτοις τα κριτήρια αξιολόγησης είναι τελείως διαφορετικά. Και παρά το ότι κάθε επιστημονικός ισχυρισμός υπόκειται κατ’ αρχήν σε αναθεώρηση, είναι μάλλον αφύσικο να αρνηθούμε εξαρχής τη σχετική σταθερότητα των εμπειρικών νόμων, οι οποίοι ουσιαστικά χρησιμεύουν σαν το κυρίως πεδίο δοκιμών των εναλλακτικών θεωριών.
πηγή: sciencearchives
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου