Share |

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Η ΜΕΤΑΣΤΟΙΧΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟΝ HEIDEGGER ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΤΣΙΑΝΤΗΣ



11ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Πάτρα:17-19 Οκτωβρίου 2008



Η ΜΕΤΑΣΤΟΙΧΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟΝ HEIDEGGER

ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΤΣΙΑΝΤΗΣ

Περίληψη (εκτενής)
Με το άρθρο επιχειρείται η κατανόηση της  μεταστοιχείωσης που υφίσταται η έννοια του υποκειμένου στο έργο του Martin Heidegger, του βαθύνου στοχαστή του 20ου αιώνα, ο οποίος επιχειρεί την υπέρβαση της μεταφυσικής και της φιλοσοφίας της υποκειμενικότητας, στρέφοντας το ενδιαφέρον του  προς την εστία του φιλοσοφείν:  το Είναι [φύση*], με την προσωκρατική  έννοια του όρου. 
    Στην πρώτη ενότητα του άρθρου δίδεται μια συνοπτική επισκόπηση των μετασχηματισμών που σημειώθηκαν στην παραδοσιακή φιλοσοφία, σύμφωνα με την ερμηνεία του Heidegger. Διασαφηνίζεται η άποψη για την αριστοτελική  πρόσληψη του υποκειμένου ως προ-κειμένου, ως ουσίας, καθώς και η σημειούμενη έκτοτε στη  φιλοσοφία Τροπή του υποκειμένου σε subjectum, η οποία συντελέστηκε  σε δυο ιστορικές φάσεις: τη μεσαιωνική και τη νεότερη. Κατά την περίοδο της μεσαιωνικής φιλοσοφίας η έννοια του υποκειμένου  προσέλαβε τη σημασία  της υπόστασης-substantia, ενώ κατά τη νεότερη περίοδο, η οποία ξεκινά με το  “cogito” του Descarte, το υποκείμενο επικαλύφτηκε από την κυριαρχία της υποκειμενικότητας [Subjectivität], του εγώ [Ich], της εγωϊκότητας [Ichheit].  Η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται με τον Καντ, ο οποίος θεωρεί ότι το ον είναι αυτό που εμπίπτει στην εμπειρία της επιστήμης (που μπορεί να καθοριστεί και καθορίζεται από τη μαθηματικοφυσική σκέψη), όπου επιπροστίθενται και οι ιστορικές και οι οικονομικές επιστήμες. Προς το ον αυτό αντιπαρατίθεται ως αξία [οφείλειν] η κατηγορική προσταγή, η οποία καθορίζεται από τον αυτονομημένο λόγο [Vernunft] και ως λόγος.  Η τροπή αυτή υποδηλώνει κατά τον Heidegger μια μεταβολή στην ουσία της αλήθειας του όντος στο χώρο της μεταφυσικής∙ ήγουν,  η αλήθεια  δεν στηρίζεται πλέον στην μεσαιωνική πίστη του ανθρώπου στο Θεό, αλλά στη  βεβαιότητα που αναγνωρίζει ο άνθρωπος στην ύπαρξη του ίδιου του εγώ του, το οποίο προβιβάζεται  σε υποκείμενο, subjectum, θεωρούμενο ως consientia. Έτσι αναδείχνεται και επικρατεί στη νεότερη φιλοσοφία ο διχασμός  υποκειμένου-αντικειμένου: Το ον δεν είναι πια φαινόμενο: «το πράγμα καθ’ εαυτό» όπως αρχικά το προσέλαβαν οι Έλληνες,  αλλά αντικείμενο [Gegen-stand] που αντίκειται στο υποκείμενο, το ego.
     Στη δεύτερη ενότητα του άρθρου παρουσιάζεται η οντολογική ερμηνεία που δίνει ο Heidegger στον προαναφερθέντα μετασχηματισμό.  Η ερμηνεία  αυτή βασίζεται στον μετασχηματισμό που υπέστη ιστορικά η ουσία της αλήθειας: ήγουν η σταδιακή  συγκάλυψη της αλήθειας ως εκ-κάλυψης  (της εξόδου από τη λήθη: α-λήθειας) και η μετατροπή της σε ιδιότητα του λόγου [της πρότασης], σε ορθότητα [σε συμφωνία και  αναπαράσταση]. Η εξέλιξη αυτή καθορίζεται από δυο αποφασιστικά συμβάντα: (1) από τη μετατροπή της θεμελιακής εμπειρίας του Είναι ως φύσεως* [ως προβαίνοντος φαίνεσθαι] στο Είναι ως ιδέα*: στην παρ-ιστάμενη ενώπιόν μας σταθερή παρουσία με την έννοια του «έστιν» (ύπαρξης, existentia)  και του «τί έστιν» (ουσίας, essentia), και (2) από τον χωρισμό της φύσης* και του λόγου* (που στον Παρμενίδη  συνδέονται μεταξύ τους ουσιωδώς) και τη μετέπειτα μετατροπή του λόγου (της  περισυλλογής του Όντος και του λέγειν ως αποκαλύπτειν) σε «λέγειν τι κατά τινός»: σε απόφανση. Αυτό για το οποίο μιλάμε, είναι αυτό που κάθε φορά κείται στη βάση της απόφανσης, αυτό που της υπόκειται, το υποκείμενον (subjectum). Από τη μεριά του λόγου, το Είναι γίνεται τώρα αυτό το υποκείμενο, το οποίο τίθεται στην αρμοδιότητα του λόγου: του αποφαίνεσθαι  και του κατηγορείν. Το Ον ως «τι έστιν» κυριαρχεί έναντι του «έστιν» και,  με την ιδιοποίηση του αΐδιου χαρακτήρα της ιδέας, γίνεται το οντικώτερο των όντων: το «όντως ον», η ουσία. Πραγματικό ον είναι αυτό που πάντοτε υπάρχει,  το «αεί ον»: η ουσία, το πάντοτε υποκείμενο, το πρότερον*, το a priori. Ο λόγος ως απόφανση [ως αποφαίνουσα κατανόηση] ορθώνεται ο ίδιος αντιμέτωπος προς τη φύση* και γίνεται  η πηγή προέλευσης όλων των καθορισμών του Είναι.  Η ώρα για τη γέννηση της Λογικής [επιστήμης], για τη μετατροπή του λόγου σε Όργανον έχει φτάσει.  Ήδη η ερμηνεία του ώδε-είναι ως υπόστασης και υποκειμενικότητας είναι σχεδόν αναπόφευκτη.
    Στη τρίτη ενότητα του άρθρου παρουσιάζεται η χαϊντεγγεριανή διάκριση μεταξύ υποκειμενικότητας (Subjectivität) και υποκειμενότητας  (Subjectität), ενώ  διασαφηνίζεται η προσπάθεια του στοχαστή να καθαιρέσει τον όρο συνείδηση ως φορέα της υποκειμενικότητας, να εντοπίσει μια «έξοδο από τη φυλακή της συνείδησης»  και να εγκαθιδρύσει το Dasein: το εδωνά-Είναι   ως φορέα της δυνατότητας να στοχαστούμε, όπως ισχυρίζεται, το ελληνικό νόημα του Εγώ.
    Στην τέταρτη ενότητα διασαφηνίζεται η μεταστοιχείωση που υφίσταται  η έννοια του υποκειμένου  στο πλαίσιο του διανοιγόμενου δεσμού Dasein και Είναι  (εξάρτηση της κατανόησης του Είναι από την κατανόηση του ώδε-είναι), τον οποίο ο Heidegger θεωρεί όχι ως διαλληλία (φαύλο κύκλο) αλλά ως πηγή της ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης (μόνο το Dasein υπάρχει, ενώ τα άλλα όντα είναι). Είναι υπάρχει μόνο εφόσον υπάρχει αλήθεια. Όμως το είδος του Είναι της αλήθειας έχει  το χαρακτήρα του εδωνά-Είναι. Κάθε αλήθεια είναι σχετική προς το Είναι του εδωνά-Είναι, χωρίς ωστόσο η σχετικότητα αυτή να σημαίνει ότι κάθε αλήθεια είναι «υποκειμενική». Σκιαγραφείται στην ενότητα αυτή ο τρόπος που ο φιλόσοφος προσεγγίζει το ζήτημα του Είναι καθώς και η μεταβολή που σημειώνεται ανάμεσα στην  πρώιμη και την ώριμη φάση του έργου του.  Σκιαγραφείται  η σχέση Είναι και  Dasein, όπως αυτή αναπτύσσεται στην υπαρξιακή αναλυτική του Είναι και  Χρόνος, και στη συνέχεια  διερευνάται η Στροφή που επιχειρεί  ο φιλόσοφος με το ώριμο έργο του. Διευκρινίζεται ότι στον πρώϊμο Heidegger  το Ον προκύπτει ως διανοητικό κατασκεύασμα της εργαλειακής ορθολογικότητας και αυτεξούσιας Εγώτητας: ότι το νοείν κατά τη φάση αυτή αναπαριστά και θέτει το Ον. Αντίθετα, στον ώριμο Heidegger το νοείν τίθεται και ομολογεί το Εόν. Το Είναι δεν το ιδρύει  πλέον  το ώδε-είναι (Dasein), δεν το παράγει μια συγκροτησιακή, υπερβατολογική υποκειμενικότητα [Εγώτητα]  ως υπερβατολογικό της ορίζοντα· αντίστροφα, ο άνθρωπος τίθεται από το Είναι,  καθίσταται το ώδε [Da] του Είναι [Da-sein], γίνεται ο τόπος της αποκαλυπτικότητας του Είναι. Η σχέση  του ανθρώπου προς το Είναι πλέον μεταβάλλεται. «Η ομολογία προς το Είναι του όντος είναι η φιλοσοφία».
     Ως συμπέρασμα προκύπτει ότι μέσα από την αποδόμηση της μεταφυσικής  που επιχειρεί ο Heidegger δείχνει τις φάσεις απ’ τις οποίες προήλθε ο μετασχηματισμός του υποκειμένου σε αντικείμενο [των σύγχρονων επιστημών], με συνέπεια τη συσκότιση του Είναι.  Με την επανέναρξη του φιλοσοφείν και την επιστροφή του στην «καταγωγή της σκέπτεσθαι»: στον Παρμενίδη (Zähringen Seminar,1973), ο Heidegger ζητά έναν πιο  αυθεντικό προσδιορισμό της σχέσης Είναι και Dasein: ήγουν, τη διάνοιξη  για τον άνθρωπο του τόπου μιας άνεσης που βρίσκεται έξω από τη διαφορά ενεργητικότητας και παθητικότητας και  υπερβαίνει τη βούληση. Η φάση αυτή δεν αποτελεί βέβαια  μια  διόρθωση πορείας που έρχεται να άρει ένα πρώην λάθος∙ η πρώιμη φάση του έργου του περιέχεται στην ώριμη: βρίσκεται στον κύκλο της πορείας προς την αλήθεια και  το «ατρεμές» κέντρο της.  Μέσα από την εμπειρία της μάθησης αυτής το Dasein υπερβαίνει τη διαφορά υποκειμένου-αντικειμένου και το αυτεξούσιο του Εγώ, καθώς βιώνει πρώτα την έσχατη δυνατότητά του: το θάνατο, ενώ  στη συνέχεια ομολογεί μέσα στο ξέφωτο του αυτοκρυπτόμενου (Χρόνου) την αλήθεια του  Εόντος [της αρχέγονης (προσωκρατικής) φύσεως*].

ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΤΣΙΑΝΤΗΣ