[Ο Χάιντεγκερ για νεκρούς] του Αντώνη Αντωνάκου
Ο Χάιντεγκερ γυρίζει πίσω και απευθύνεται στους νεκρούς. Είναι ο φιλόσοφος των νεκρών. Είναι ο μαθητής του Παρμενίδη που έγινε πρύτανης στο Φράιμπουργκ και δημόσιος υπάλληλος του εθνικοσοσιαλισμού. Είναι η κότα που κυκλοφορούσε ελεύθερη στα πεδία μαχών της Ευρώπης πότε κάνοντας κουτσουλιές και πότε χρυσά αυγά στα χαρακώματα της παρηκμασμένης σκέψης. Της σκέψης που μέσα στη βαρβαρότητα στέκει σαν τον οβελίσκο. Της απαράμιλλης γλώσσας της νεκροκεφαλής του πνεύματος, του αθάνατου σκιάχτρου πριν το εξομολογήσει ο κεφαλαιοκράτης, τοποθετώντας το στα ράφια της ακαδημίας και στους πάγκους των προσφορών στα σούπερ μάρκετ της γνώσης και της απόγνωσης.
Ο Χάιντεγκερ νιώθει ότι ο φιλόσοφος δεν μπορεί να πει τίποτε και ότι μόνο ο ποιητής μπορεί να μιλήσει νόμιμα για το Είναι και ότι ο δικός του ρόλος δεν μπορεί να είναι άλλος παρά να το σχολιάσει. Ο σχολιασμός όμως, έστω και «φιλοσοφικός», ενός ποιήματος, χωρίς να επιδιώκεται η απόδειξη του αν είναι αληθές ή ψευδές, δεν είναι φιλοσοφία, όπως δεν είναι φιλοσοφία ο αντίστοιχος «φιλοσοφικός» σχολιασμός ενός εξ αποκαλύψεως θρησκευτικού κειμένου.
H αποκάλυψη μας τοποθετεί σε μια θρησκευτική οπτική γωνία. H θρησκευτική οπτική γωνία του χαϊντεγκερισμού επιβεβαιώνεται από την αναζήτηση από μέρους του της σωτηρίας. Υπάρχει τόσο στο περιεχόμενο όσο και στον τύπο. Όταν υπάρχει αποκάλυψη, ο τόνος είναι πάντα δογματικός, οι θέσεις εκφράζονται χωρίς απόδειξη. Ο Χάιντεγκερ δεν απευθύνεται στους άλλους φιλοσόφους σαν σε ίσους, αλλά όπως ένας δάσκαλος στους μαθητές του. Εδώ καταφθάνει ο φασίστας με τη στάμνα γεμάτη θαλασσινό νερό για να ξεδιψάσει τους ετοιμοθάνατους. Εδώ έρχεται Ο Μεγάλος αδερφός που συγκεντρώνει καθημερινά μπροστά στη μικρή οθόνη εκατομμύρια αγωνιούντες οπαδούς που προσπαθούν να καταλάβουν από χίλιες δυο λεπτομέρειες, που μαντεύουν αλλά δε βλέπουν ακριβώς, αν η ξανθιά γαμήθηκε με τον μελαχρινό ή αν η νεαρά αραβικής καταγωγής ερωτεύτηκε τον Έλληνoαυστραλό έκφυλο οσποδάρο που πίνει φραπέ ξύνοντας τ’ αρχίδια του. Εδώ έρχεται ο ηθικολόγος εξπρεσιονιστής του στοχασμού και εξομοιώνει το είναι ενός λαού με το είναι ενός ατόμου.
Εφόσον τα διάφορα συστατικά ενός ατόμου (όργανα, μόρια) δεν έχουν καμία αυτονομία, με κίνδυνο την παθολογική αποδιοργάνωση και τον θάνατο, πρέπει να συμπεράνουμε ότι το ίδιο ισχύει και για τα διάφορα συστατικά ενός λαού, δηλαδή τους πολίτες, κάτι το οποίο αποτελεί τη φιλοσοφική δικαιολογία για την καταδίκη της δημοκρατίας. Έρχεται εδώ ως απολογητής του Φύρερ εξηγώντας την αρχή του Ενός ως μιαν «απαραίτητη συνέπεια», επειδή αλλιώς θα περνούσαμε «σε έναν κόσμο πλάνης, εκεί όπου απλώνεται το κενό που απαιτεί μια τάξη και μια θέση του όντος σε ασφάλεια». Ο Χάιντεγκερ για νεκρούς. Εργένης της φιλοσοφίας που συνήθιζε να τρώει μόνος. Και τρώγοντας μόνος γίνεσαι εύκολα σκληρός και ωμός. Στομαχικός. Τρως και μετά κατευθείαν ξερνάς πάνω απ’ τη χέστρα. Γήρας και παρακμή εκεί που θα’ πρεπε μετωπικά να τσακιστεί ο σεξουαλικός πίθηκος Μάρτιν Χάιντεγκερ στην αγκαλιά Της. Στο λατρευτό Μουνί Αυτής που σφάχτηκε απ’ τις ραδιουργίες του ενός και μοναδικού θεού. Του θεού αυτού που μπουκώνει χαρτονομίσματα τα ξεδιάντροπα πνεύματα.
Ο Χάιντεγκερ νιώθει ότι ο φιλόσοφος δεν μπορεί να πει τίποτε και ότι μόνο ο ποιητής μπορεί να μιλήσει νόμιμα για το Είναι και ότι ο δικός του ρόλος δεν μπορεί να είναι άλλος παρά να το σχολιάσει. Ο σχολιασμός όμως, έστω και «φιλοσοφικός», ενός ποιήματος, χωρίς να επιδιώκεται η απόδειξη του αν είναι αληθές ή ψευδές, δεν είναι φιλοσοφία, όπως δεν είναι φιλοσοφία ο αντίστοιχος «φιλοσοφικός» σχολιασμός ενός εξ αποκαλύψεως θρησκευτικού κειμένου.
H αποκάλυψη μας τοποθετεί σε μια θρησκευτική οπτική γωνία. H θρησκευτική οπτική γωνία του χαϊντεγκερισμού επιβεβαιώνεται από την αναζήτηση από μέρους του της σωτηρίας. Υπάρχει τόσο στο περιεχόμενο όσο και στον τύπο. Όταν υπάρχει αποκάλυψη, ο τόνος είναι πάντα δογματικός, οι θέσεις εκφράζονται χωρίς απόδειξη. Ο Χάιντεγκερ δεν απευθύνεται στους άλλους φιλοσόφους σαν σε ίσους, αλλά όπως ένας δάσκαλος στους μαθητές του. Εδώ καταφθάνει ο φασίστας με τη στάμνα γεμάτη θαλασσινό νερό για να ξεδιψάσει τους ετοιμοθάνατους. Εδώ έρχεται Ο Μεγάλος αδερφός που συγκεντρώνει καθημερινά μπροστά στη μικρή οθόνη εκατομμύρια αγωνιούντες οπαδούς που προσπαθούν να καταλάβουν από χίλιες δυο λεπτομέρειες, που μαντεύουν αλλά δε βλέπουν ακριβώς, αν η ξανθιά γαμήθηκε με τον μελαχρινό ή αν η νεαρά αραβικής καταγωγής ερωτεύτηκε τον Έλληνoαυστραλό έκφυλο οσποδάρο που πίνει φραπέ ξύνοντας τ’ αρχίδια του. Εδώ έρχεται ο ηθικολόγος εξπρεσιονιστής του στοχασμού και εξομοιώνει το είναι ενός λαού με το είναι ενός ατόμου.
Εφόσον τα διάφορα συστατικά ενός ατόμου (όργανα, μόρια) δεν έχουν καμία αυτονομία, με κίνδυνο την παθολογική αποδιοργάνωση και τον θάνατο, πρέπει να συμπεράνουμε ότι το ίδιο ισχύει και για τα διάφορα συστατικά ενός λαού, δηλαδή τους πολίτες, κάτι το οποίο αποτελεί τη φιλοσοφική δικαιολογία για την καταδίκη της δημοκρατίας. Έρχεται εδώ ως απολογητής του Φύρερ εξηγώντας την αρχή του Ενός ως μιαν «απαραίτητη συνέπεια», επειδή αλλιώς θα περνούσαμε «σε έναν κόσμο πλάνης, εκεί όπου απλώνεται το κενό που απαιτεί μια τάξη και μια θέση του όντος σε ασφάλεια». Ο Χάιντεγκερ για νεκρούς. Εργένης της φιλοσοφίας που συνήθιζε να τρώει μόνος. Και τρώγοντας μόνος γίνεσαι εύκολα σκληρός και ωμός. Στομαχικός. Τρως και μετά κατευθείαν ξερνάς πάνω απ’ τη χέστρα. Γήρας και παρακμή εκεί που θα’ πρεπε μετωπικά να τσακιστεί ο σεξουαλικός πίθηκος Μάρτιν Χάιντεγκερ στην αγκαλιά Της. Στο λατρευτό Μουνί Αυτής που σφάχτηκε απ’ τις ραδιουργίες του ενός και μοναδικού θεού. Του θεού αυτού που μπουκώνει χαρτονομίσματα τα ξεδιάντροπα πνεύματα.