Κατετάγην εις το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων Λαμίας. Μείναμε στους στρατώνες. Εκπαίδευση λίγες μέρες στην οπλασκία. Μας μετέφεραν στη Χαλκίδα, μας έβαλαν σ' ένα παλιοκάραβο ''το Αιγαίον''- χίλιοι περίπου άνδρες- έδωσαν ξηράν τροφοδοσίαν για 4 μέρες, και απέπλευσε δια Μ. Ασίαν.
Περάσαμε από το Βόλο. Από το λιμάνι είδαμε την πόλη. Συνεχίσαμε το ταξίδι. Όταν περνούσαμε τον Άθω ξέσπασε μεγάλη θαλασσοταραχή, κακοκαιρία, Βοριάς, βουνά τα κύματα. Το καράβι έρμαιον των κυμάτων, σχεδόν ακυβέρνητον, απελπίσθημεν- χανόμασται λέγαμε. Μετά από 2 ημέρες εκόπασε· συνεχίσαμε το ταξίδι, φθάσαμε στα στενά τα Δαρδανέλια.
Μπροστά μας υψώνονταν πανύψηλα τείχοι, μισοκατεστραμμένα αριστερά και δεξιά βουλιαγμένα καράβια. Μπήκαμε στα στενά και προχωρήσαμε, φθάσαμε στην Καλλίπολη, εκεί σταθμεύσαμε, πήραμε τροφοδοσία- είχαμε μέρες νηστικοί.
Η κακοκαιρία συνεχιζόταν. Φθάσαμε στα Μουδανιά. Βροχή καταρρακτώδης, οι κάτοικοι στην προκυμαία μας περίμεναν- χαρές, ζητωκραυγές, <Καλώς ήρθατε αδέλφια μας>. Διανυκτερεύσαμε στα σπίτια τους, και την επομένην πρωϊ ανεχωρήσαμε διά Προύσσαν. Ήταν 6 Δεκεμβρίου [1922] φθάσαμε στην Προύσσα, πήγαμε στο λόχο Προσκολλήσεως του Γ' Σώματος στρατού, κατενεμήθημεν σε λόχους και άρχισε Στρατιωτική Εκπαίδευση.
Δε βάσταξε πολύ. Σε λίγες μέρες άρχισαν αποστολές για το μέτωπο, την 11ην Μεραρχίαν, υπό τον Μέραρχον Κλαδάν που είχε την έδρα της στο Εσκή Σεχήρ. Στην Προύσσα έμειναν μόνο τα στελέχη του Λόχου για να δεχθούν νέες αποστολές.
Εγώ εκτελούσα χρέη Σιτιστού του Λόχου- ανεπλήρωσα τον λοχίαν σιτιστήν που έφυγε με άδεια. Συνέτασσα τους καταλόγους των αποστολών. εκράτησα τους φίλους μου, 1) Κώσταν Ηλιόπουλον, 2) Γεώργιον Αποστολόπουλον, 3) Γεώργιον Χονδρόν από Φιδάκια, 4) Ι.Παπαδόπουλον από Βλαχέρναν.
Μείναμε στην Προύσσαν μέχρι τέλους Μαίου 1923. Δεν ήρθαν νέες αποστολές και ο Λόχος μετακινήθηκε. Πήγαμε στο 'Ινεγκιολ προς το μέρος της Νίκαιας και ύστερα από ένα μήνα ο Λόχος διελύθη. Ο λοχαγός κ. Δημακόπουλος, με τα στελέχη του λόχου για το μέτωπο, δε με πήρε μαζί του- γιατί την προηγουμένη διαφωνήσαμε. Μας έστειλε μαζί με τον Ηλιόπουλο και Αποστολόπουλο στο Ανεξάρτητο Τάγμα, που ήταν Φρουρά του Βασιλέως Κων/νου όταν πήγε στην Μ. Ασία. Είχε την έδρα του στο Καράκιοϊ , σταθμόν Σιδηροδρομικόν έξω από το Εσκή Σεχήρ. Εμένα με προσέλαβον εις το Γραφείον του Τάγματος και τον Ηλιόπουλον ως Νοσοκόμον.
Ήταν 23 Αυγούστου το απόγευμα, [όταν] μας ειδοποίησαν να ετοιμασθούμε το βράδυ για φυλάκιο. Πιάσαμε την κορυφογραμμήν που ήταν απάνω από την έδραν του Τάγματος, είχε πρόχειρον συρματόπλεγμα και Χαράκωμα.
Στο Σταθμό φθάνουν συνεχώς αμαξοστοιχίαι από το Αφιόν (απεκόπησαν και απεκλείσθησαν λόγω οπισθοχωρήσεως), πυρομαχικά παντός είδους, ιματισμός- αποθήκαι ολόκληρες.
Μπροστά είχε μέτωπο το 2/39 Ευζώνων. Οπισθοχωρούσε και τον τομέα του αναλαβαίνομε εμείς. Περάσαμε νύχτα αγωνίας. Τα χαράματα δεχόμαστε τις πρώτες εχθρικές βολές. Κανόνια πολυβόλα-διατάσσεται αντεπίθεση.
Προχωρούμε με άλματα, τα πυρά συνεχίζονται αδιάκοπα, η ορμητικότης δεν διακόπτεται, απωθούνται, καταλαμβάνονται οι θέσεις των. Τα θύματα ήσαν 2 νεκροί και πολλοί τραυματίαι.
Στο σταθμό εξελίσσεται άλλο δράμα: καίγονται ιματισμοί, πυρομαχικά, οι φλόγες ουρανομήκεις, οι κρότοι από τις εκρήξεις, πραγματική κόλαση, συνεχίζεται η καταστροφή των αμαξοστοιχιών.
Κρατήσαμε το ύψωμα ως αργά τη νύχτα. Συνεπληρώθη η καταστροφή, μετεφέρθησαν οι τραυματίαι, πήραμε τους νεκρούς μας και οπισθοχωρήσαμε. Αφήσαμε το Καράκιοϊ και πιάσαμε τα πίσω υψώματα και παραμείναμε εκεί επί 2 ημέρας. Την τρίτη ημέρα ήρθε μιά φάλαγγα από Στρατιωτικά αυτοκίνητα, μας πήρε για να μας μεταφέρη στην Κίο <παραθαλάσσιο πόλη στην Προποντίδα>. Περάσαμε από την Προύσσα· αξιωματικοί του Φρουραρχείου δεν επέτρεψαν σε κανένα να κατεβή. Προχωρήσαμε φθάσαμε. Η πόλη ήταν έρημος, οι κάτοικοι την εγκατέλειψαν, εκείετο. Η παραλία ήταν γεμάτη από μπόγους δέματα παντός είδους σκορπισμένα.
Νομίζαμε ότι πλέον θα ξεκουραστούμε. Εβαλον να μας παρασκευάσουν σισίτιο, [οι άλλοι] σκορπίσαμε στην παραλία για να πλυθούμε. Δεν προκάμαμε. Οι σάλπιγγες καλούν συγκέντρωση. Τα υψώματα πάνω από την πόλη τα κατέλαβον οι Τούρκοι – έπρεπε να εκδιωχθούν.
Ανεστύχθημε και ξεκινήσαμε. Εγώ παρακολουθούσα τον Ταγματάρχη, βλέπαμε με αγωνίαν την εξέλιξιν. Προχωρούν συνεχώς οι δικοί μας, βάλλονται αδιάκοπα, τα πρώτα Τμήματα φθάνουν στην κορυφογραμμή, δέχονται συνεχώς αντεπιθέσεις, κρατούν με πείσμα τας θέσεις των. Ο Ταγματάρχης παρακολουθεί, με στέλνει με σημείωμα στον Αξιωματικό να αλλάξη θέση του ενός πολυβόλου.
'Εφθασα, δεν επρόκαμα να δώσω το σημείωμα, το τμήμα που κρατούσε την κορυφογραμμή οπισθοχωρεί. Ο αξιωματικός με το πιστόλι στο χέρι διατάσσει εφ΄ όπλου λόγχη. Αντεπίθεση κι εγώ επειθάρχησα. Μια φωνή ακούγεται Α έ ρ α- παιδιά επάνω τους. Ριχνόμαστε, οπισθοχωρούν, τους καταδιώκομε. Ανακαταλάβαμε το ύψωμα και εδρεώσαμε τας θέσεις μας.
Όπως προχωρούσαμε έτρεξα να καλυφθώ πίσω από ένα σωρό με πέτρες, δίπλα μου βλέπω τον φίλο μου στρατιώτη Αποστολόπουλο. Το εχθρικό πολυβόλο έβαζε συνεχώς, οι πέτρες σκορπούσαν. Φωνάζει ο Αποστολόπουλος: < κάτω Νίκο και μας έφαγαν>. Μόλις έκαμε διακοπή το πολυβόλο, επέστρεψα και έδωσα το σημείωμα στον αξιωματικό. Την ώρα εκείνη εσίγησε το ένα [μας] πολυβόλο, ετραυματίστηκε θανάσιμα ο σκοπευτής του. [Ο αξιωματικός] διατάσσει τους τραυματιοφορείς να τον παραλάβουν και να τον μεταφέρουν. Επέστρεψα κι εγώ μαζί τους στην πόλη.
Η μάχη συνεχιζόταν, το ύψωμα έπρεπε να κρατηθεί ως αργά τη νύχτα, για να οπισθοχωρήση η Φάλαγκα. Καθωρίστηκαν τα της οπισθοχωρήσεως, ωρίσθη το Τμήμα θυσίας που θα παρέμεινε μέχρι την 1 μία η ώρα. Μού έδωσε ο Ταγματάρχης τη Διαταγή να την παραδώσω στον αξιωματικό, και να παραμείνω κι εγώ να παρακολουθήσω. Παρέδωσα τη Διαταγή αλλά δεν παρέμεινα- επέστρεψα και ακολούθησα τη Φάλαγκα. Ήταν 29 Αυγούστου. Θυμήθηκα τον Αγιάννη το πανηγύρι του χωριού, έκαμα το σταυρό μου και παρακαλέσθηκα.