Θανάσης
Βακαλιός
Η ανθρωπιστική κρίση ως πρόβλημα πολιτισμού
Το άρθρο αυτό αποτελεί μια παραλλαγή της ομιλίας του Θ. Βακαλιού στην εκδήλωση της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών (19.11. 2014) με θέμα Οι επιπτώσεις της κρίσης στον πολιτισμό.
Μιλώντας σε Έλληνες για τον
πολιτισμό ο ομιλητής βρίσκεται αντιμέτωπος με την ασάφεια ή και τη
σύγχυση αναφορικά με τον όρο πολιτισμός που χρησιμοποιείται
με δυο έννοιες, με την έννοια του civilisation και την έννοια
culture (πολιτισμός και κουλτούρα). Δεν σκοπεύω να ασχοληθώ με αυτό το
εννοιολογικό θέμα με ιδιαίτερη μεθοδολογική σημασία. Την άποψή μου την
αναπτύσσω αναλυτικά στο βιβλίο μου Τεχνολογία- Κοινωνία- Πολιτισμός[1].
Εδώ περιορίζομαι να πω ότι η έννοια κουλτούρα αναφέρεται στον άνθρωπο ,
προσδιορισμένο με τους όρους του ανθρωπισμού ενώ η έννοια
πολιτισμός (civilisation) αναφέρεται στην εργασία προσδιορισμένη, μαζί και ο
άνθρωπος , με τους όρους της παραγωγικότητας της εργασίας, με τους όρους της
αγοράς και του κεφαλαιοκρατικού κέρδους. Οι δυο αυτοί όροι εκφράζουν το διχασμό
της υλικής και της πνευματικής ζωής του ανθρώπου που επήλθε με την
βιομηχανική επανάσταση και με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, που στην εποχή
μας, ήδη από τον περασμένο αιώνα προσπαθεί, με ιδιαίτερη σπουδή (και τα
καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό), να καταργήσει τη σχετική αυτοτέλεια της
κουλτούρας, εντάσσοντας την στο σύστημα της αγοράς. Στα χρονικά περιθώρια που
διαθέτω δεν μπορώ να αποφύγω τη διπλή χρήση του όρου πολιτισμός ως civilisation και ως culture. Ωστόσο, στην ομιλία
μου ρίχνω το βάρος σε ότι έχει σχέση με την κουλτούρα, δηλαδή με τον
άνθρωπο τον οποίο η αυθεντικά ανθρώπινη κουλτούρα τον αντιμετωπίζει ως
αυταξία. Αυτά προεισαγωγικά.
Το
θέμα της ημερίδας είναι σύνθετο. Μπορεί να προσεγγιστεί από πολλές
πλευρές. Επέλεξα να εστιάσω την προσοχή μου στο φαινόμενο της
ανθρωπιστικής κρίσης, επιχειρώντας να δώσω την ευρύτερη διάσταση, το ευρύτερο
και βαθύτερο περιεχόμενό της που πάει πολύ πιο πέρα από το βιοποριστικό
πρόβλημα. Από αυτή την οπτική προσεγγίζω και το πρόβλημα της ανεργίας, δηλαδή
όχι απλώς ως βιοποριστικό πρόβλημα, αλλά και ως πρόβλημα κοινωνικής
ηθικής, ως πρόβλημα απαξίωσης του ανθρώπου, άρα ως πρόβλημα πολιτισμού.
* * *
Έχει θετικές πλευρές η οικονομική κρίση, η φτωχοποίηση του
λαού; Αυτό το παράδοξο ερώτημα έχει τεθεί από ανθρώπους που επιχειρούν να
κρίνουν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης με ηθικούς όρους, με
προεκτάσεις και σε θέματα κοινωνικού πολιτισμού. Η κρίση, λένε, επιτρέπει
να συνειδητοποιήσουμε την ηθική ζημιά που δημιούργησε η υπέρμετρη κατανάλωση, ο
καταναλωτισμός: τον ατομικισμό, την ιδιοτέλεια, την πλεονεξία. Επιτρέπει «να
ξαναβρούμε τις ηθικές αξίες του λαού μας», πάνω στις οποίες μπορούμε να διαμορφώσουμε
μια νέα ηθική πραγματικότητα, έναν νέο κοινωνικό πολιτισμό, με βασική
αρχή και αξία την αλληλεγγύη. Σε άρθρο με τον τίτλο Γειτονιές της αλληλεγγύης,
διαβάζουμε¨: «Ένας άλλος κόσμος γεννιέται από τα ερείπια της κρίσης».[2] Έμμεσα
ή άμεσα οι άνθρωποι αυτοί υπαινίσσονται το πρόβλημα της ηθικής πολιτιστικής
ταυτότητας του λαού μας, ή ακόμα και την ανάγκη δημιουργίας ενός αυθεντικά
ανθρώπινου πολιτισμού με τα ελληνικά του χρώματα.
Δεν μπορώ να προχωρήσω εδώ στην ανάπτυξη του θέματος. Αυτό
απαιτεί ειδική πραγματεία. Περιορίζομαι στη διαπίστωση ότι η ηθική πολιτιστική
ταυτότητα ενός λαού ορίζεται κυρίως με παροντικούς όρους: υλικές και
οικονομικές υποδομές, θεσμικό και νομικό καθεστώς, συνθήκες ζωής και τρόποι
ζωής, μαζί και συνθήκες εργασίας και χαρακτήρας της εργασίας, ταξικός
χαρακτήρας της κοινωνίας, κυρίαρχη ιδεολογία, παράδοση και προσδοκίες για το
μέλλον. Στην εποχή μας στον ορισμό της ηθικής πολιτιστικής ταυτότητας ενός
λαού, παίζουν ρόλο και οι σχέσεις της χώρας με τις άλλες χώρες,
γενικότερα, με τον κόσμο και οι επιδράσεις του κόσμου στον τρόπο της ζωής του.
Το παρελθόν ως αναγκαία συνιστώσα της ταυτότητας του λαού λειτουργεί πραγματικά
στη ζωή του στο βαθμό που τον βοηθά να υπάρχει ως πολιτισμική οντότητα,
να αναπαράγεται και να ονειρεύεται. Το παρελθόν, η παράδοση παίζει ή μπορεί να
παίξει ένα σχετικά αυτόνομο ρόλο – πάντα ανάλογα με τις ιστορικές περιστάσεις,
όμως, δεν είναι η βάση πάνω στην οποία ή σύμφωνα με την οποία
διαμορφώνεται η ηθική πολιτιστική του ταυτότητα, η κοινωνική του συνείδηση. Και
θα πρέπει να πω ότι πολιτισμικό μέλλον έχει ο λαός που διαμορφώνει την
κοινωνική και εθνική του, ακόμα, συνείδηση και κουλτούρα με αυτούς τους
όρους. Και θα πρόσθετα: με αναφορά και στις ανθρώπινες
ανάγκες που δημιουργεί. η δυναμική εξέλιξης του κόσμου.
Είναι χωρίς πραγματικό αντίκρισμα η άποψη που θεωρεί ότι είναι
δυνατή η υπέρβαση της ηθικής φθοράς που έχει φέρει ο καταναλωτισμός με
αναφορά σε πρότυπα ζωής του παρελθόντος ή με ιδεολογικές κατασκευές που
προσιδιάζουν σε ηθικές βουλήσεις. Εξάλλου, η απομόνωση του φαινόμενου του
καταναλωτισμού από όλο το φάσμα και το χαρακτήρα των οικονομικών σχέσεων
δημιουργεί ένα αδιέξοδο στη μελέτη του θέματος και στην
αντιμετώπισή του. Ο καταναλωτισμός αποτελεί οργανικό στοιχείο του συστήματος
της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Η υπέρβασή του είναι συνυφασμένη με
την υπέρβαση αυτού του συστήματος.[3]
Με δεδομένο αυτό το σύστημα καθίσταται εξ ορισμού
αναποτελεσματική κάθε προσπάθεια που στοχεύει στη δημιουργία ενός αυθεντικά
ανθρώπινου, πολιτισμού. Είναι αβάσιμη η άποψη που κάνει λόγο για την
ανάπτυξη ενός μοντέλου κοινωνικού πολιτισμού εντός του καπιταλισμού
που θα δώσει ένα άλλο περιεχόμενο στην έννοια της αλληλεγγύης που
καταξιώνει τον άνθρωπο - δεν είναι απλώς μια μορφή έκφρασης της
φιλανθρωπίας που αναπαράγει τη σχέση πλουσίου – φτωχού, φτωχού –
πλούσιου, ακόμα και με το στοιχείο της ελεημοσύνης.
Το μοντέλο ενός αυθεντικού, κοινωνικά λειτουργικού, μοντέλου
πολιτισμού μπορεί να προκύψει από μια ιστορική διαδικασία που στοχεύει στην
κατάργηση των συνθηκών που παράγουν το καθεστώς εκμετάλλευσης ανθρώπου από
άνθρωπο και μαζί το φαινόμενο της εργασιακής και κοινωνικής αλλοτρίωσης
του ατόμου.
Ο παραπάνω προβληματισμός μας πάει και στο θέμα της ανεργίας,
που αποτελεί τη σημαντικότερη συνιστώσα της γενικευμένης φτωχοποίησης του
λαού με το ερώτημα που αφορά στον τρόπο αντιμετώπισής της. Από
ανθρωπιστική άποψη η ανεργία αποτελεί τη σημαντικότερη αρνητική επίπτωση της
οικονομικής κρίσης. Αυτό το αποδέχονται οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί. Το
αποδέχονται οι κυβερνώντες. Όμως στους προβληματισμούς τους για την
αντιμετώπιση της ανεργίας κυριαρχεί η οικονομική προσέγγιση.
Μιλούν για την ανεργία ως
αρνητικό συντελεστή για την όποια σοβαρή προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης και
ανάπτυξης της χώρας. Στις αιτιάσεις τους για τη συνεχιζόμενη κατάσταση λένε
ξανά και ξανά πως κάνουν ό,τι είναι δυνατό για την
αντιμετώπισή του προβλήματος, προβαίνουν σε έωλες υποσχέσεις για
εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις απασχόλησης, βάζοντας στο περιθώριο το είδος της
απασχόλησης, την ποιότητα της δουλειάς, τη μόρφωση, την ειδικότητα, τα
ενδιαφέροντα και τα όνειρα του εργαζόμενου, το μέγεθος των αποδοχών του
για μια οικονομικά αξιοπρεπή ζωή. Η
σκέτη επιβίωση έχει αναχθεί σε κανόνα ζωής ενός ολόκληρου λαού. Κανένας λόγος για ελεύθερη επιλογή και
δημιουργική αυτοπραγμάτωση του ατόμου στην εργασία. Το ενδιαφέρον για τον
πολιτισμό υπάρχει – και πρέπει να υπάρχει- στο βαθμό και στο μέτρο που μπορεί
να αποφέρει κέρδος και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας – με όρους επιβίωσης.
Τίποτα περισσότερο. Στη σημερινή κατάσταση πραγμάτων, με τη φτώχεια να έχει
πάρει τέτοιες διαστάσεις, έτσι πρέπει να λειτουργεί μια «υπεύθυνη
ηγεσία», μια «νόμιμη, εκλεγμένη από το λαό, κυβέρνηση». Ανάλογη πρέπει να
είναι και η στάση του λαού απέναντί της. Αυτή η αντίληψη, αυτή η λογική
λειτουργεί και ως ηθική δικαιολόγηση της επιλογής του μονόδρομου
Πρόκειται για σαφή περίπτωση του φαινόμενου της ηθικής
αλλοτρίωσης η οποία εδράζεται στην κυρίαρχη πολιτική φιλοσοφία που
βάζει τον πολίτη πάνω από το κοινωνικό άτομο.
Αυτή τη βολική αντίληψη γι αυτούς τους πολιτικούς, αλλά και για
όλο το αστικό πολιτικό και ιδεολογικό κατεστημένο, φροντίζουν να
την περάσουν στο λαό, προβάλλοντας το ιδεολόγημα ότι ο νομοταγής πολίτης είναι
ο ενάρετος άνθρωπος, ανάγοντας το νόμο του κράτους σε ηθικό νόμο λειτουργίας
όχι μόνο του πολιτικού συστήματος αλλά όλης της κοινωνίας.
Παραβλέποντας το εμπειρικό γεγονός , επιβεβαιωμένο από τη συνολική εμπειρία της
ανθρώπινης ιστορίας, ειδικότερα από τη νεωτερικότητα (βιομηχανική επανάσταση
και αστισμός) και μετά, ότι υποκείμενο
της ηθικής είναι το άτομο ως φορέας και εκφραστής του συνόλου των κοινωνικών
σχέσεων και όχι ο πολίτης, και ότι «το Δίκαιο δεν επικαλύπτεται πλήρως με
την Ηθική, ούτε η νομιμότητα με την ηθικότητα».[4]
Όμως, υπάρχει και ένας βαθύτερος και ουσιαστικότερος λόγος που
οι αστοί πολιτικοί αδυνατούν να συνδέσουν την οικονομική ανάπτυξη με την
πολιτισμική εξέλιξη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σύγχρονη αστική
τάξη έχει πάψει από καιρό να είναι φορέας της κοινωνικής προόδου. Γι αυτό
και οι αστοί πολιτικοί δεν μπορούν να συλλάβουν τη σχέση κοινωνικής προόδου
( που η οικονομική ανάπτυξη οφείλει να υπηρετεί) με την πολιτισμική εξέλιξη. Η
σκέψη τους δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια μιας οικονομικής ανάπτυξης με τους
όρους και τη λογική του κεφαλαίου, που εξ ορισμού αδιαφορεί για την
πολιτισμική- πολιτιστική εξέλιξη, για τη δημιουργία ενός νέου πολιτισμικού
μοντέλου, ενός νέου πολιτισμού- που αποτελεί τώρα πλέον και ανθρωπολογική
αναγακαιότητα. Αυτό μπορεί και πρέπει να είναι έργο των προοδευτικών δυνάμεων,
πρώτα απ’ όλα της Αριστεράς. Ένα πολιτισμικό μοντέλο το οποίο θα
μπορούσε να λειτουργήσει ως οραματικό στοιχείο ενός
προοδευτικού πολιτιστικού κινήματος, ικανού να εμπνεύσει τους δημιουργούς
της τέχνης στο έργο τους – όχι βέβαια να τους καθοδηγήσει ! Η αυτονομία της
τέχνης δεν πρέπει να αμφισβητείται. .[5]
Θα μπορούσε, βέβαια κανείς να πει ότι δεν είναι
καιρός να μιλήσουμε για οράματα. Έχουμε μπροστά μας να αντιμετωπίσουμε
την ανθρωπιστική κρίση, τη φτωχοποίηση του λαού, την ανεργία. Αυτό που
ενδιαφέρει τον κόσμο είναι η επιβίωση. Είναι αμφίβολο αν οι άνθρωποι που
ζουν αυτό το δράμα μπορούν να εθιστούν να ζητήσουν κάτι περισσότερο από
τη δημιουργία των όρων επιβίωσης. Σ
αυτή την κυρίαρχη άποψη – που έχει μεγάλη δόση αλήθειας- επενδύει το ιδεολογικό
κατεστημένο με σκοπό να κάνει τον κόσμο να πιστέψει ότι το ελάχιστο που
μπορεί το σύστημα να τους υποσχεθεί είναι το μέγιστο. Ό,τι άλλο είναι λαϊκισμός- ένας όρος
που εισάγει στη συνείδηση του κόσμου την ιδέα πως ό,τι ζητά ο λαός είναι
παράλογο ή ακόμα και «αντιλαϊκό». Ο κόσμος μπορεί να αγανακτεί, να
οργίζεται ακόμα και να διαμαρτύρεται «ειρηνικά», πάντα στα όρια που βάζει ο
νόμος, δηλαδή το συμφέρον του συστήματος εξουσίας του λαού. Όχι ανατροπές!
Θέλουμε έναν λαό που δέχεται εν ειρήνη και με συγκατάβαση τη μιζέρια και την
ταπείνωση. Όχι ψυχική και ηθική ανάταση! Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την
καλλιέργεια του φόβου για ό,τι ξεπερνά τα όρια του κατεστημένου
«ρεαλισμού», με σκοπό την ελαχιστοποίηση των προσδοκιών, τη ματαιότητα κάθε
προσπάθειας που υπερβαίνει αυτά τα όρια, κάθε προσπάθειας που ζητά το
«αδύνατο» (αδύνατο είναι ό,τι υπερβαίνει τα όρια της κυριαρχίας του κεφαλαίου),
την ανημπόρια, την εξουδετέρωση, τη θανάτωση του αγωνιστικού φρονήματος
Έτσι εξηγείται το φαινόμενο άνθρωποι με φιλοδοξίες
και αυτοσεβασμό, που βιώνουν το ανθρωπολογικό νόημα της ανεργίας,
αποδεχόμενοι την ιδέα της ματαιότητας και της ανημπόριας, να έχουν
απωλέσει την ικανότητά τους ως κοινωνικά άτομα να αντισταθούν σ αυτή την
κατάσταση, να αισθάνονται παντελώς άχρηστοι. Οι περιπτώσεις τους δίνουν,
μάλλον, το βαθύτερο νόημα της ανθρωπιστικής κρίσης. Είναι, χαρακτηριστική
νομίζω γι’αυτή την κατηγορία των ανθρώπων η παρακάτω μαρτυρία
: «… Η ανεργία (διαβάζω στο site protagon.gr) μοιάζει με καλπάζουσα ασθένεια,
με ένα αυτοάνοσο νόσημα. Χτυπάει αθώα σαν μια συνηθισμένη ίωση που θα
περάσει, όπως πάντα. Όμως σιγά-σιγά προσβάλλει ζωτικές σου λειτουργίες και
όργανα. Και με σταθερό ρυθμό, ανεπαίσθητα, σε οδηγεί σε έναν κοινωνικό
θάνατο, κι έπειτα στον πνευματικό σου θάνατο και λίγο μετά στο φυσικό σου
τέλος. Ένα τέλος που έρχεται σα να ήτανε σκοπός. Και η αριστοτελική έννοια του
όρου (ειμαρμένη – Θ.Β.) , αποκαθίσταται. Ό,τι απομένει από εσένα δεν είναι παρά
μια ισχνή ανάμνηση. Κι εσύ μόνος να τριγυρνάς ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν
θυμάσαι πια, σε μια πόλη που δεν γνωρίζεις πια. Είσαι ένας ζωντανός νεκρός. Ο
άνεργος δεν είναι απλά αυτός που δεν έχει εργασία ή χρήματα. Ο άνεργος είναι
αυτός που δεν έχει ρόλο στο κοινωνικό σύνολο…» (Της Αφροδίτης Αλ Σάλεχ, από
το site protagon.gr.). Βέβαια, η ανεργία δεν είναι
αρρώστια.. Όμως είναι μια κοινωνική κατάσταση που επηρεάζει καίρια
τον ψυχισμό του ατόμου, τη διάθεσή του για τη ζωή και τη στάση του απέναντι στη
ζωή Το ίδιο και η εργασία που αλλοτριώνει τον άνθρωπο. Σ αυτές τις
περιπτώσεις (στη σημερινή συγκυρία πρόκειται για μαζικό φαινόμενο) η αλλοτρίωση
δεν αφορά μόνον τη σχέση του ατόμου με την εργασία, αλλά και την ίδια την
υπόστασή του ως καταξιωμένου μέλους της κοινωνίας. Θα μπορούσα να πω ότι η
αλλοτρίωση αφορά την ίδια την ζωντανή ύπαρξή του.
Εκπροσωπώ την άποψη ότι στη βάση της πολιτισμικής εξέλιξης είναι
η εργασία και ότι το μοντέλο κοινωνικού πολιτισμού που οφείλουν να
επεξεργαστούν οι προοδευτικές δυνάμεις θα πρέπει να στοχεύει στη δημιουργία των
προϋποθέσεων για την αυθεντική δημιουργική αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου,
που είναι στον αντίποδα της αλλοτριωμένης εργασίας, που «αδειάζει»
τον άνθρωπο, δεν τον εμπλουτίζει. (Μαρξ).
Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης αποτελεί το
σημαντικότερο συνειδησιακό ανασταλτικό ανάχωμα στην ανάπτυξη της αυτόνομης
ελεύθερης προσωπικότητας ανθρώπων με κριτικό πνεύμα, ανθρώπων που θέλουν
ν΄αλλάξουν τη ζωή τους και τον κόσμο. Η αλλοτρίωση είναι διαχρονικό φαινόμενο.
Χαρακτηρίζει όλες τις ταξικές κοινωνίες. Στον καπιταλισμό απλώνεται σε όλες τις
μορφές έκφρασης της ανθρώπινης ζωής. Από φιλοσοφική ανθρωπολογική άποψη η
αλλοτρίωση είναι στη βάση του ανθρώπινου προβλήματος.[6]
Το παράδοξο από μία άποψη είναι ότι με την
τεχνολογική και επιστημονική ανάπτυξη που, στην εποχή μας διαχέεται σε όλες τις
μορφές της ζωής, το ανθρώπινο πρόβλημα αντί να αμβλύνεται οξύνεται. Κι ακριβώς
η "δυναμική" αυτής της εξέλιξης έχει μετατρέψει την αστική τάξη από
δύναμη προωθητική στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού σε δύναμη
ανασταλτική αυτής της διαδικασίας. Πρόκειται για αντίφαση που παλιότερα δεν
ήταν τόσο σαφής όσο τώρα. Η τεχνολογική πρόοδος παρακολουθούνταν και με
στοιχεία και αλλαγές κοινωνικής προόδου και πολιτισμικής εξέλιξης. Μάλιστα,
συγκρινόμενη η αλλαγή την οποία είχε φέρει ο αστισμός, με την προηγούμενη
κατάσταση, αποτέλεσε τομή στην πολιτισμική εξέλιξη της
ανθρωπότητας. Μιας εξέλιξης η οποία βασίστηκε στην ανάπτυξη της τεχνολογίας και
της επιστήμης, στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στην ανάπτυξη της
δημιουργικότητας του ανθρώπου, Ανάλογη ήταν και η κρίση μας για τους
συντελεστές της πολιτισμικής εξέλιξης, για τον πολιτισμό.
Το καινούργιο σήμερα στις κρίσεις μας για τον
πολιτισμό είναι ότι ενώ παλιότερα η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της
επιστήμης αλλά και η οικονομική ανάπτυξη θεωρούνταν, ακόμα και για την
αριστερά, κριτήριο με το οποίο κρίναμε την εξέλιξη του πολιτισμού,
σήμερα αυτοί οι συντελεστές μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Αυτό που μετρά είναι ο
τρόπος που γίνεται η οικονομική ανάπτυξη και οι επιπτώσεις της στον άνθρωπο και
στο περιβάλλον. Μετρά το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη – κρινόμενη με
πολιτισμικά κοινωνιολογικά κριτήρια- γίνεται με σκοπό τη διατήρηση ενός
κοινωνικού συστήματος που νομοτελειακά πλέον αναπαράγει την ανθρώπινη
βαρβαρότητα με τις πιο ακραίες μορφές της αλλοτρίωσης: πόλεμοι,
ρατσισμός, εμπόριο ναρκωτικών και λευκής σαρκός, καταδίκη σε θάνατο
από την πείνα και τις αρρώστιες εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε χώρες του
τρίτου κόσμου, γενικευμένη φτωχοποίηση των λαών.Η σύγχρονη αστική τάξη το κάνει
αυτό και με τη βοήθεια των μηχανισμών υποταγής ή «αξιοποίησης» φορέων της
κουλτούρας στις ανάγκες της παραγωγής, στις ανάγκες του κεφαλαιοκρατικού
κέρδους. Ωστόσο, ο χώρος της κουλτούρας, ειδικότερα της τέχνης, και της
φιλοσοφίας, βέβαια, μπορεί να διατηρήσει τη δική της σχετική αυτονομία. Με
αναφορά σ αυτή τη δυνατότητα θα μπορούσαμε να δεχτούμε τη θέση του
κορυφαίου κοινωνιολόγου Ζύγκμουντ Μπάουμαν ότι η κουλτούρα μπορεί να
λειτουργήσει ως «φυσικός εχθρός της αλλοτρίωσης», μπορεί να λειτουργήσει
ως παράγοντας που «. αμφισβητεί την αυτόκλητη σοφία, τη γαλήνη και την αυθεντία
του Πραγματικού". Αναφέρεται εδώ ο Μπάουμαν στη μορφή γνώσης που
δεν έχει αναστολές για τον ανατρεπτικό χαρακτήρα της, "στη
μορφή γνώσης που έχει το θάρρος να προσφέρει στον κόσμο το νόημά
του". Πολεμά την αλλοτριωμένη κοινωνία που εξαναγκάζει το άτομο σε
μια διαρκή δουλική παραίτηση από το δικαίωμα και την ικανότητα
νοηματοδότησης του κόσμου".[7]
Το ρόλο αυτό της κουλτούρας, γενικότερα του ριζοσπαστικού λόγου,
οφείλουμε να τον δούμε σε συνάρτηση με το γεγονός ότι το κυρίαρχο
ιδεολογικό κατεστημένο επιχειρεί να παγιδεύσει τον κόσμο σε έναν
τρόπο σκέψης των ανθρώπων που ανασκευάζει, αντιστρέφει το πραγματικό
περιερχόμενο των ιδεών που συνάδουν με την κοινωνική πρόοδο και την
πολιτισμική- πολιτιστική εξέλιξη: δημοκρατία, ελευθερία,
αλληλεγγύη, ισότητα, ανθρωπισμός, πρόοδος…. Η
σύγκρουση με όλες τις εκφράσεις αυτού του ιδεολογικού κατεστημένου είναι
όρος για τη λειτουργία αυτών των ιδεών σε κοινωνικό επίπεδο, έχοντας πάντα κατά
νου ότι ο βαθμός και το
συγκεκριμένο περιεχόμενό τους, καθώς και ο τρόπος (οι τρόποι) που αυτό
εκφράζεται μέσα από τις κοινωνικές και τις διαπροσωπικές σχέσεις και
συμπεριφορές των ανθρώπων, μέσα από τον κοινωνικό και τον ατομικό τρόπο
της ζωής είναι το μέτρο της πολιτισμικής εξέλιξης, της
πολιτισμικής ανόδου μιας κοινωνίας. Το ανατρεπτικό έργο
της τέχνης, ακόμα και το ανατρεπτικό έργο του ριζοσπαστικού φιλοσοφικού λόγου
από μόνα τους δεν μπορούν να είναι το μέτρο της πολιτισμικής εξέλιξης, παρά
μόνο σε συνάρτηση με τη δυναμική του κοινωνικο-ιστορικού γίγνεσθαι που
ανατρέπει τη σημερινή πραγματικότητα.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση υπάρχει ένα αξιολογικό σύστημα με βάση
το οποίο μπορούμε να κρίνουμε έναν πολιτισμό, ένα πολιτισμικό μόρφωμα. Στη βάση
αυτού του αξιακού συστήματος είναι η αποδοχή του Άλλου ως
αυταξία, ως αυθεντική ανθρώπινη ύπαρξη. Βέβαια αυτό θα πρέπει να είναι αμοιβαίο
και να λειτουργεί ως καθολική αξία της κοινωνίας στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Αυτό δεν έχει να κάνει με την τεχνολογική ή και με την
επιστημονική εξέλιξη. Ωστόσο, λειτουργώντας με τους όρους του σύγχρονου κόσμου,
στην κρίση μας για τον πολιτισμό και την πολιτισμική εξέλιξη δεν μπορούμε
να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο δημιουργός άνθρωπος και το έργο του
αποτελούν την υλική βάση κάθε πολιτισμού, ειδικότερα από τη βιομηχανική
επανάσταση και εντεύθεν, μαζί με τις υλικές και τις πνευματικές ανθρώπινες
ανάγκες που δημιουργεί αυτή η εξέλιξη. Γι αυτό η κατασκευή ενός αυθεντικά
ανθρώπινου μοντέλου πολιτισμού, που ιστορικά και ανθρωπολογικά είναι αναγκαίο,
θα πρέπει να συνδέει σε ένα ανώτερο επίπεδο τον υλικό με τον πνευματικό
πολιτισμό, ως μορφή έκφρασης και λειτουργίας μιας κοινωνίας που συνδυάζει
αρμονικά την αρχή του ανθρωπισμού και του ορθολογισμού σε όλα τα επίπεδα και
τις μορφές λειτουργίας της, μιας κοινωνίας που καθιστά δυνατή την
αυθεντική αυτοπραγμάτωση των ατόμων στην εργασία και στην κοινωνική
δράση, οι οποίοι και αποτελούν το εχέγγυο για τον αποκλεισμό του
οποιουδήποτε ιστορικού πισωγυρίσματος σε παλιότερα κοινωνικά και πολιτισμικά
μοντέλα και τρόπους ζωής.
Στην ομιλία μου επέλεξα να ασχοληθώ με το φαινόμενο της
ανθρωπιστικής κρίσης ως πρόβλημα πολιτισμού, αναδεικνύοντας την αλήθεια ότι ο
πολιτισμός μιας χώρας, μιας κοινωνίας είναι συνάρτηση της δυνατότητας των
ανθρώπων που την συνθέτουν να μπορούν να εκφράσουν στη ζωή τους και στις μεταξύ
τους σχέσεις τις θετικές αρχές και τις αξίες που τη διέπουν, καθώς και τις
αξίες της εποχής που ζητούν διέξοδο στο μέλλον, μαζί και τις νέες
κοινωνικές μορφές έκφρασής τους.
ΤΕΛΟΣ
---------------------------------------
[1]
Θανάσης Βακαλιός, Τεχνολογία, Κοιννωία, Πολιτισμός, εκδρόσεις Ψηφίδα (Αρμός)
2002.
[2]Βλέπε
Θανάσης Βακαλιός, Είναι ο καπιταλισμός συμβατός με την ηθική; Εκδόσεις
Νήσος – Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, 2014, σελ. 99 και 101.
[3]
Βλέπε όπ. π. σελ. 79 κ.ε.
[4]
Κώστας Σταμάτης. Κριτική θεωρία της δικαιοσύνης .Θεμελίωση αρχών.
Εκδόσεις Σαββάλας, 2011, σελ. 306.
[5]
Για την αυτονομία της τέχνης από την πολιτική βλέπε στο βιβλίο μου Τέχνη και
πολιτική, Επιστήμη και τέχνη, εκδόσεις Πρόσκήνιο, Άγγελος Σιδεράτος,
2008.
[6] Βλέπε το
βιβλίο μου Το πρόβλημα της ταυτότητας του ανθρώπου, εκδόσεις Ψηφίδα,
2004.
[7] Zygmunt Bauman,Ο πολιτισμός ως
πράξη, εκδόσεις Πατάκη, 1994, σελ. 224.