Το
μπορώ και το θέλω της Αριστεράς
Ο προβληματισμός που ακολουθεί αναφέρεται στις διαφορές
που υπάρχουν στο χώρο της αριστεράς ως προς τη διαλεκτική αυτού του διπόλου,
Όμως δεν μπορώ να μην αναφερθώ, σύντομα, στην ειδοποιό διαφορά που
υπάρχει ανάμεσα στην αντίληψη της αριστεράς για τη διαλεκτική του μπορώ
και του θέλω και την αντίληψη των αστικών κομμάτων για τη σχέση
αυτών των δυο παραμέτρων με τις οποίες σκέφτεται και δουλεύει κάθε κόμμα που
θέλει σήμερα να παρέμβει πολιτικά στις κοινωνικές εξελίξεις. Σε γενικές γραμμές
η διαφορά της παρέμβασης ενός αριστερού κόμματος στις εξελίξεις από ένα
αστικό κόμμα είναι ότι δεν περιορίζεται στην αποκατάσταση της «ομαλής»
αποδοτικής λειτουργίας του συστήματος αλλά στην ανατροπή του.. Αντίθετα, η «διαλεκτική» του
μπορώ και του θέλω ενός αστικού κόμματος είναι υποταγμένη στην
«ομαλή» αποτελεσματική λειτουργία και αναπαραγωγή του συστήματος, και
μαζί στην αποτροπή κάθε προσπάθειας για την αλλαγή του. Αυτή είναι η λογική
πάνω στην οποία και σύμφωνα με την οποία διαμορφώνει και εφαρμόζει ένα τέτοιο
κόμμα την πολιτική του. Έτσι, κρινόμενο με ιστορικούς όρους το αστικό κόμμα,
ο αστός πολιτικός σκέφτεται και, λειτουργεί με τη λογική της συντήρησης
που καταργεί κάθε «καλή» ηθική πρόθεση, που ενδεχομένως περιέχει το δικό του
«θέλω». Από αυτή την άποψη αυτό που καθορίζει τη στάση του αστού πολιτικού
απέναντι στα κοινωνικά και στα ανθρώπινα προβλήματα είναι το μπορώ και
όχι το όποιο (ηθικό) θέλω.
Η αντίληψη και η πρακτική
της διαλεκτικής του μπορώ και του θέλω στην αριστερά ορίζεται με ιστορικούς
υπερβατικούς όρους της σημερινής πραγματικότητας και του ίδιου του καπιταλιστικού
συστήματος, που βασίζεται στην πλήρη κυριαρχία του κεφαλαίου Ωστόσο, δεν
μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι η αντικειμενική πολιτική δυναμική του
σημερινού κόσμου είναι περιορισμένη στα όρια του μπορώ που καταργεί το
όποιο θέλω, που έχει μέσα του το στοιχείο υπέρβασης του καπιταλιστικού
συστήματος. Και είναι ακριβώς αυτή η αντικειμενική πραγματικότητα και η
ερμηνεία της που οδηγεί σε αντιπαλότητες στο χώρο της αριστεράς ως προς τον
τρόπο και τη δυναμική της παρέμβασής της στις εξελίξεις, με κεντρικό ερώτημα το
ερώτημα που αναφέρεται στην πολιτική επικαιρότητα εφαρμογής μιας
επαναστατικής αριστερής στρατηγικής, μιας αριστερής επαναστατικής
πολιτικής.[1] Γενικά, το επαναστατικό μπορώ της
αριστεράς είναι πολιτικά λειτουργικό εφόσον εκφράζει τη δυναμική υπεροχή των
κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της υπέρβασης. Από μόνη της η δυναμική της
πραγματικότητας, που επιστημονικά ιδωμένη πιστοποιεί την εκτίμηση ότι ο
σοσιαλισμός αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα, δεν οδηγεί στην υπέρβαση του
καπιταλισμού. Και είναι αυτό που «τελικά» θα κρίνει
τον ιστορικό ρόλο της αριστεράς. Αντικειμενικά στο σύγχρονο
καπιταλισμό υπάρχουν με το παραπάνω οι προϋποθέσεις (τεχνολογία,
εργασιακό και επιστημονικό δυναμικό, ακόμα και υποδομές) για την στρατηγική
της υπέρβασης. Λείπει, σ’ αυτή τη φάση της ιστορίας το πολιτικό
υποκείμενο που θα αναλάβει και θα κάνει πράξη αυτή τη στρατηγική. Αυτό το
αρνητικό δεδομένο εμπεριέχει τον κίνδυνο προσαρμογής του ιστορικού θέλω (του
στρατηγικού σκοπού) στο πολιτικό μπορώ, δηλαδή της εργαλειακής χρησιμοποίησης
του ιστορικού θέλω για την προώθηση των σκοπών της πολιτικής
επικαιρότητας. Η αριστερά με τη σκέψη ότι δεν μπορεί να περιμένει στην
άκρη της ιστορίας την «ωρίμανση» του ιστορικού υποκειμένου της ανατροπής,
οφείλει να παρέμβει ως πολιτική δύναμη στις κοινωνικές εξελίξεις.. Όμως, τα
όρια και οι όροι πολιτικής λειτουργίας της είναι τα όροι και οι
όροι του καπιταλιστικού συστήματος. Ο εγκλωβισμός της σ’ αυτά τα όρια καθιστά
αδύνατη την πολιτική της έκφραση με τους συγκρουσιακούς όρους της
ταξικής πάλης. Αυτό την υποχρεώνει να εστιάσει την
πολιτική της παρέμβαση ανταποκρινόμενη στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της
ιστορικής στιγμής (η αρχή και ο κανόνας της επικαιρότητας και του εφικτού στην
πολιτική) αποσχετίζοντάς την από τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του ιστορικού
χρόνου, δηλαδή από την ιστορική δυναμική την οποία οφείλει να εκφράζει το
θέλω της αριστεράς. Το κάνει αυτό με τον κίνδυνο διολίσθησης στην
αστική αντίληψη για τη σχέση ιστορικής στιγμής και ιστορικού χρόνου,
δηλαδή εγκατάλειψης κάθε δυνατότητας επεξεργασίας και εφαρμογής της
ιστορικής διαλεκτικής.
Για τη σύγχρονη αστική σκέψη και πολιτική ο χρόνος
υποτάσσεται στη στιγμή και υπηρετεί την ιστορική στιγμή. Γι αυτό και
καταργείται ο ιστορικός χρόνος. Αυτό συμβαίνει επειδή η
σύγχρονη αστική τάξη έχει πάψει να είναι δύναμη της κοινωνικής αλλαγής,
της κοινωνικής προόδου. Είναι δύναμη της ιστορικής συντήρησης.[2].Η αδυναμία επεξεργασίας μκαι εφαρμογής της ιστορικής
διαλεκτικής μπορεί να συμβεί και στην περίπτωση που στη σκέψη της αριστεράς
αυτονομείται ο στρατηγικός σκοπός και (σε συνθήκες ιστορικά απρόσφορες)
λειτουργεί ως άμεσος οδηγός στη διαμόρφωση της πολιτικής, με αποτέλεσμα η
έμφαση στον ιστορικός χρόνος(στην ιστορική προοπτική) να καταργεί τις
ιδιαιτερότητες και τις δυνατότητες της ιστορικής στιγμής. Για να το πω
αλλιώς όταν το κόμμα χάνει την ικανότητα να συλλάβει το επίκαιρο και το
εφικτό.[3]
Η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι η αριστερά λειτουργεί
αποτελεσματικά όταν στη σκέψη της η ιστορική
και η πολιτική θεώρηση της πραγματικότητας μπορούν να εκφραστούν ως
οργανικές συνιστώσες της πολιτικής φιλοσοφίας της. Αυτό την προφυλάσσει από τον
κίνδυνο λειτουργίας της, έστω και περιστασιακά, ως δύναμη της συντήρησης ή
λειτουργίας της ως πολιτικής δύναμης του ιστορικού περιθωρίου, που στην
πράξη είναι ένα και το αυτό. Η αριστερά δεν μπορεί να έχει καμιά σχέση με
το συντηρητισμό. Το θεωρητικό υπόβαθρο αλλά και η πολιτική φιλοσοφία της
είναι οριζόντια και κάθετα το αντίπαλο δέος του συντηρητισμού. Βέβαια, η διαλεκτική της δεν αρνείται τα πάντα αφού
στη μήτρα της λειτουργεί ο νόμος, η αρχή της άρνησης της άρνησης. Στο
πνεύμα αυτό η αριστερά οφείλει να εκφράζει τις ανάγκες της
κοινωνικής προόδου της συγκεκριμένης κοινωνίας και της ανθρωπότητας
συνολικά. Η διαλεκτική του μπορώ και θέλω είναι νοητή στο βαθμό που εκφράζει
αυτή την αρχή, αυτό το νόμο. Πρόκειται για αίτημα το οποίο εξακολουθεί να
εκκρεμεί.
Παρακολουθώντας το θεωρητικό έργο και την πολιτική πρακτική
των δυο σημαντικότερων πολιτικών δυνάμεων της σημερινής αριστεράς στην Ελλάδα,
του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, εκτιμώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει ένα (ασυντόνιστο)
επιστημονικό θεωρητικό δυναμικό που επιτρέπει την ανάληψη μιας σοβαρής
προσπάθειας που να στοχεύει στη διαμόρφωση μιας στρατηγικής αντίληψης που
θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξης της διαλεκτικής του μπορώ
και του θέλω, με αναφορά και στις δυνατότητες εφαρμογής αυτής της στρατηγικής
στο επίπεδο της πολιτικής. Αυτό αποτελεί και το ιστορικό στοίχημα
για την αριστερή ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ, γενικότερα, της αριστεράς στην
Ελλάδα, στην Ευρώπη και στον κόσμο. Το ΚΚΕ είναι αδύνατο να αναλάβει και να
βγάλει σε πέρας μια τέτοια προσπάθεια.
Το ΚΚΕ εστιάζει την πολιτική του στο θέλω (στη στρατηγική
του) το οποίο προκύπτει από την αντικειμενική επιστημονική μελέτη του
σημερινού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, του συσσωρεμένου πλούτου
και της παραγωγικής- εργασιακής δυναμικής της οικονομίας- απελευθερωμένης από
την κυριαρχία του κεφαλαίου- με αναφορά και στις κατακτήσεις των
εργαζομένων των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, που τώρα καταπατούνται
κατάφορα και καταργούνται.. Κρινόμενη με επιστημονικά αντικειμενικά κριτήρια
αυτή η επιλογή δεν είναι μια βολονταριστική επιλογή. Εκφράζει την
αντικειμενική δυναμική της ιστορίας- θα μπορούσαν να πουν οι ιδεολόγοι του.
Ωστόσο, κρινόμενο με τα κριτήρια και τους νόμους της πολιτικής
οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι το ΚΚΕ λειτουργεί με βάση ένα αφηρημένο
αντικειμενισμό που αδυνατεί να αντιληφθεί, η για να το πω πιο ήπια, υποβαθμίζει
το ρόλο του κυρίαρχου αστικού ιδεολογικού κατεστημένου στην ιδεολογική και
πολιτική χειραγώγηση ενός μεγάλου ή πολύ μεγάλου τμήματος του λαού και
μαζί στη δημιουργία μιας συνειδησιακής αφασίας και σύγχυσης που καθιστά αδύνατη
την αποδοχή του επαναστατικού απελευθερωτικού λόγου της αριστεράς, μαζί και του
επαναστατικού πολιτικού λόγου της. Και βέβαια, η αριστερά δεν μπορεί να
υπολογίζει στην ενεργό συμμετοχή αυτών των ανθρώπων στην προώθηση των
στρατηγικών της επιδιώξεων ακόμα και του επικαιρικού πολιτικού της λόγου.
Πρόκειται για διαπίστωση με ευρύτερη εμβέλεια, αν και σε μας η κατάσταση
είναι καλύτερη.
Σήμερα το κεφάλαιο έχει επιλέξει , παράλληλα με τη
διατήρηση και προβολή του καταναλωτικού τρόπου ζωής- το «λιτό»
τρόπο ζωής που κινείται στα όρια της επιβίωσης για εκατοντάδες εκατομμύρια
ανθρώπων. Το κυρίαρχο ιδεολογικό χειραγωγικό κατεστημένο εργάζεται για την
παγίωση αυτής της κατάστασης.[4] Το ΚΚΕ έχει σαφή
αντίληψη γι αυτό. Ωστόσο, φαίνεται να πιστεύει ότι η ίδια η δυστυχία θα
οδηγήσει τους καταπιεσμένους στην απόρριψη αυτής της κατάστασης και στην
αποδοχή της δικής του πολιτικής που υπόσχεται μια άλλη κοινωνία, ένα άλλο
κοινωνικό σύστημα, έναν άλλο κόσμο.. Παράλληλα εκλαμβάνει ως δεδομένη τη
δυνατότητα επανάληψης της σοσιαλδημοκρατικής εμπειρίας που η προσαρμοστικότητα
και ο κυβερνητισμός την έχει οδηγήσει στην αποδοχή του
νεοοφιλελευθερισμού και στην κατάργησή της ως αριστερής δύναμης. Έτσι,
αντί να εστιάσει την προσοχή του στην μελέτη και ανάδειξη των στοιχείων που
επιτρέπουν τη διαμόρφωση μιας πολιτικής στρατηγικής που βασίζεται στην ιστορική
διαλεκτική του μπορώ και του θέλω γι’ αυτή τη φάση της ιστορίας,
επιλέγει να εστιάσει την πολιτική του στον στρατηγικό ιστορικό του σκοπό, στο
ιστορικό θέλω της αριστεράς. Γι αυτό και δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι το
ιστορικό θέλω πολιτικά περνά μέσα από το μπορώ αυτής της ιστορικής στιγμής.
Αυτό αντικειμενικά ακυρώνει κάθε προσπάθεια για την πολιτική λειτουργία
του ανατρεπτικού αντισυστημικού επαναστατικού του λόγου, που στην πράξη
σημαίνει ότι ακυρώνει πολιτικά τον ιστορικό του ρόλο, τουλάχιστον για τη
σημερινή φάση της ιστορίας. Το κάνει αυτό γνωρίζοντας ότι η πολιτική γίνεται με
τους νόμους και τους κανόνες άσκησής της και όχι με τους νόμους και τις
αλήθειες της επιστήμης, στη οποία, βέβαια ένα αριστερό κόμμα οφείλει να στηρίζεται
και να συνεργάζεται μαζί της, διαφορετικά η πολιτική του δεν μπορεί να
είναι αποτελεσματική, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ένα κόμμα που αποδέχεται και
λειτουργεί με τους όρους του κοινοβουλευτισμού. Πιστεύω ότι στο βάθος της
μαρξιστικής του συνείδησης υπάρχει το ερώτημα αν πραγματικά έτσι υπηρετεί το
σκοπό για τον οποίο υπάρχει.
Στην εποχή μας, ειδικότερα για την αριστερά που λειτουργεί με τους όρους του κοινοβουλευτισμού (είναι αμφίβολο αν μια άλλη αριστερά μπορεί να είναι ιστορικά λειτουργική), δεν υπάρχει το πολιτικό μπορώ χωρίς το ιστορικό θέλω, αλλά και το ιστορικό θέλω χωρίς το πολιτικό μπορώ. Όμως, με δεδομένη τη σχετική αυτονομία της πολιτικής (ακόμα και της πολιτικής που επιδιώκει να εκφράσει και να επηρεάσει το κοινωνικο- ιστορικό γίγνεσθαι – ανάλογα πάντα με την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή) οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η πολιτική έχει το δικό της μπορώ και το δικό της θέλω, με τη δική του «διαλεκτική». Αυτό αφορά και τα αστικά κόμματα, που επιδιώκουν την ανάσχεση της κοινωνικής προόδου. Στη σημερινή ιστορική στιγμή σε πολιτικό επίπεδο η διαλεκτική του μπορώ και του θέλω κρίνεται με αναφορά στο μπορώ.ςν
Ιδιαίτερα δύσκολη είναι, σε θεωρητικό και σε πολιτικό επίπεδο, η ανάπτυξη της συσχέτισης της διαλεκτικής της ταξικής συγκρουσιακής σχέσης Εργασίας και Κεφαλαίου με την εκάστοτε διαλεκτική του πολιτικού μπορώ του θέλω. Υπάρχουν καταστάσεις όπως η σημερινή ανθρωπιστική κρίση, που η άμεση εφαρμογή των απαιτήσεων της συγκρουσιακής σχέσης εργασίας και Κεφαλαίου, είναι δύσκολη γιατί θα πρέπει να περάσει μέσα από μια ανθρωπιστική προσέγγιση των αναγκών των ανθρωπιών που υπόκεινται αυτή την κατάσταση. Σ’ αυτή την κατάσταση η αριστερά πολιτικά δεν επιτρέπεται να λειτουργεί μόνο με ταξικούς όρους, άλλα και με όρους ανθρωπιστικούς. Το πρόβλημα εδώ έχει να κάνει με τον κίνδυνο η αριστερά να εθιστεί σε μια αντίληψη και πρακτική φιλανθρωπισμού ή σε μια πρακτική αντιμετώπισης του προβλήματος της ανθρωπιστικής κρίσης με αφηρημένους ανθρωπιστικούς όρους. Η αριστερά οφείλει να λειτουργήσει με τους όρους και τη λογική του θετικού ανθρωπισμού που ενδιαφέρεται και εστιάζει την προσοχή της στα συγκεκριμένα προβλήματα των συγκεκριμένων ανθρώπων που υπόκεινται αυτή την κατάσταση, στοχεύοντας στην ανατροπή των αιτίων της. Υπάρχει ανάγκη θεωρητικής και ιδεολογικής θεμελίωσης αυτής της επιλογής του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η σκέψη μας πάει στο κρίσιμο θέμα της σχέσης ανθρωπισμού και ταξικής πάλης, με το οποίο δεν είναι δυνατό στα όρια αυτού του άρθρου να ασχοληθώ. Παραπέμπω τον αναγνώστη στο βιβλίο μου όπου νομίζω ότι γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια στην κατεύθυνση αποσαφήνισης αυτής της διαλεκτικής.[5] Αυτό, βέβαια, δεν ακυρώνει την αλήθεια ότι το άλφα και το ωμέγα της αριστεράς είναι η άρνηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου, η κατάργησή της. Πρόκειται για αλήθεια η οποία έχει να κάνει με τον ιστορικό λόγο ύπαρξης της αριστεράς. Το ερώτημα για την αριστερά δεν είναι η σχέση της με το κεφάλαιο, με την κυριαρχία και την εξουσία του κεφαλαίου. Αυτή η σχέση θεωρητικά είναι αδιαπραγμάτευτη. Το ερώτημα για την πολιτική αριστερά είναι αν αυτή την ιστορική στιγμή μπορεί η διαλεκτική του μπορώ και το θέλω να ανοίξει τους ορίζοντες για μια επαναστατική συγκρουσιακή πολιτική σχέση με τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Θεωρώ ότι η όποια προσπάθεια απάντησης αυτού του ερωτήματος – υπάρχουν τέτοιες προσπάθειες- θα πρέπει να έχει ως μεθοδολογικό- θεωρητικό οδηγό τη φιλοσοφική αρχή της άρνησης της άρνησης που θα συμπεριλαμβάνει και τη διαλεκτική του μπορώ και του θέλω.
Στην εποχή μας, ειδικότερα για την αριστερά που λειτουργεί με τους όρους του κοινοβουλευτισμού (είναι αμφίβολο αν μια άλλη αριστερά μπορεί να είναι ιστορικά λειτουργική), δεν υπάρχει το πολιτικό μπορώ χωρίς το ιστορικό θέλω, αλλά και το ιστορικό θέλω χωρίς το πολιτικό μπορώ. Όμως, με δεδομένη τη σχετική αυτονομία της πολιτικής (ακόμα και της πολιτικής που επιδιώκει να εκφράσει και να επηρεάσει το κοινωνικο- ιστορικό γίγνεσθαι – ανάλογα πάντα με την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή) οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η πολιτική έχει το δικό της μπορώ και το δικό της θέλω, με τη δική του «διαλεκτική». Αυτό αφορά και τα αστικά κόμματα, που επιδιώκουν την ανάσχεση της κοινωνικής προόδου. Στη σημερινή ιστορική στιγμή σε πολιτικό επίπεδο η διαλεκτική του μπορώ και του θέλω κρίνεται με αναφορά στο μπορώ.ςν
Ιδιαίτερα δύσκολη είναι, σε θεωρητικό και σε πολιτικό επίπεδο, η ανάπτυξη της συσχέτισης της διαλεκτικής της ταξικής συγκρουσιακής σχέσης Εργασίας και Κεφαλαίου με την εκάστοτε διαλεκτική του πολιτικού μπορώ του θέλω. Υπάρχουν καταστάσεις όπως η σημερινή ανθρωπιστική κρίση, που η άμεση εφαρμογή των απαιτήσεων της συγκρουσιακής σχέσης εργασίας και Κεφαλαίου, είναι δύσκολη γιατί θα πρέπει να περάσει μέσα από μια ανθρωπιστική προσέγγιση των αναγκών των ανθρωπιών που υπόκεινται αυτή την κατάσταση. Σ’ αυτή την κατάσταση η αριστερά πολιτικά δεν επιτρέπεται να λειτουργεί μόνο με ταξικούς όρους, άλλα και με όρους ανθρωπιστικούς. Το πρόβλημα εδώ έχει να κάνει με τον κίνδυνο η αριστερά να εθιστεί σε μια αντίληψη και πρακτική φιλανθρωπισμού ή σε μια πρακτική αντιμετώπισης του προβλήματος της ανθρωπιστικής κρίσης με αφηρημένους ανθρωπιστικούς όρους. Η αριστερά οφείλει να λειτουργήσει με τους όρους και τη λογική του θετικού ανθρωπισμού που ενδιαφέρεται και εστιάζει την προσοχή της στα συγκεκριμένα προβλήματα των συγκεκριμένων ανθρώπων που υπόκεινται αυτή την κατάσταση, στοχεύοντας στην ανατροπή των αιτίων της. Υπάρχει ανάγκη θεωρητικής και ιδεολογικής θεμελίωσης αυτής της επιλογής του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η σκέψη μας πάει στο κρίσιμο θέμα της σχέσης ανθρωπισμού και ταξικής πάλης, με το οποίο δεν είναι δυνατό στα όρια αυτού του άρθρου να ασχοληθώ. Παραπέμπω τον αναγνώστη στο βιβλίο μου όπου νομίζω ότι γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια στην κατεύθυνση αποσαφήνισης αυτής της διαλεκτικής.[5] Αυτό, βέβαια, δεν ακυρώνει την αλήθεια ότι το άλφα και το ωμέγα της αριστεράς είναι η άρνηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου, η κατάργησή της. Πρόκειται για αλήθεια η οποία έχει να κάνει με τον ιστορικό λόγο ύπαρξης της αριστεράς. Το ερώτημα για την αριστερά δεν είναι η σχέση της με το κεφάλαιο, με την κυριαρχία και την εξουσία του κεφαλαίου. Αυτή η σχέση θεωρητικά είναι αδιαπραγμάτευτη. Το ερώτημα για την πολιτική αριστερά είναι αν αυτή την ιστορική στιγμή μπορεί η διαλεκτική του μπορώ και το θέλω να ανοίξει τους ορίζοντες για μια επαναστατική συγκρουσιακή πολιτική σχέση με τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Θεωρώ ότι η όποια προσπάθεια απάντησης αυτού του ερωτήματος – υπάρχουν τέτοιες προσπάθειες- θα πρέπει να έχει ως μεθοδολογικό- θεωρητικό οδηγό τη φιλοσοφική αρχή της άρνησης της άρνησης που θα συμπεριλαμβάνει και τη διαλεκτική του μπορώ και του θέλω.
[1]
Αναλυτικά για το θέμα αυτό βλέπε άρθρο μου με τον τίτλο Για την
επικαιρότητα του κομμουνισμού,στο ιστολόγιό μου thanasisvakalios.blogspot.gr.Δημοσιεύτηκε και στo σάιντ iskra.
[2]
Βλέπε στο βιβλίο μου Είναι ο καπιταλισμός συμβατός με την ηθική στο κεφάλαιο
Κεφάλαιο και κοινωνική πρόοδος ,εκδόσεις Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και Νήσος,
2014. Στην πραγματικότητα η αστοί πολιτικοί σκέφτονται και δρούν σύμφωνα
με το φιλοσοφημένο ιδεολόγηση για το « τέλος της ιστορίας».
[3]
Αναλυτικά για το θέμα αυτό βλέπε άρθρο μου με τον τίτλο Για την επικαιρότητα
του κομμουνισμού,στο ιστολόγιό μου .Δημοσιεύτηκε και στo σάιντ iskra.
[4]
Βλέπε το βιβλίο μου Είναι συμβατός ο καπιταλισμός με την ηθική; εκδόσεις
Ινστιτουτο Νίκος Πουλαντζάς και Νήσος, 2014.
[5]
Βλέπε , Θ. Βακαλιός, Η ηθική ταυτότητα της Αριστεράς, Χθες, Σήμερα, εκδόσεις
Επίκεντρο, 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου