Γράφει ο Κ.Τσιαντής :
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΤΣΑΤΣΟΣ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ
ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ.
ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΣΗΜΕΡΑ
Κώστας
Ν. Τσιαντής,
Ομότιμος
Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής
Πρέπει
να ζήση αυτός ο τόπος; και για ποιους
σκοπούς;
Ποια
είναι η ιδέα της Ελλάδας;
Κ.
Τσάτσος, Ελληνική
Πορεία
Στην
Ελλάδα κάθε άνθρωπος είναι τοποθετημένος
ολόκληρος
σε μια θυρίδα. Αποκλείεται να βρίσκεται
σε δυο.
Έτσι
ο καθένας βλέπει ένα άλλο Τσάτσο, αλλά
τον Τσάτσο
ολόκληρο
δεν το βλέπει κανείς.
Κ. Τσάτσος,
Λογοδοσία
μιας ζωής.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ-ΣΚΕΠΤΙΚΟ
Το
άρθρο αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο
ο Κων/νος Τσάτσος στάθηκε απέναντι στην
ιδεολογική διαμάχη του μεσοπολέμου,
ιδιαίτερα το μαρξισμό, αλλά και απέναντι
στις φασιστικές-ναζιστικές δυνάμεις
κατοχής και την εμφύλια τραγωδία.
Αναφέρεται στα αίτια της αντίθεσής του
με τον κομουνισμό και στη συμβολή που
είχε κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο του
Ψυχρού Πολέμου πλάι στον Καραμανλή για
την αποκατάσταση της ομαλότητας και
την ανόρθωση της χώρας παράλληλα προς
την προώθηση των δημοκρατικών
συνταγματικών θεσμών και της ευρωπαϊκής
προοπτικής της.
Το άρθρο
περιλαμβάνει πέντε μέρη.
Το 1ο
μέρος (Βιογραφικά στοιχεία) και το 2ο
(Σπουδές, διδασκαλία και διάλογοι στο
μεσοπόλεμο) δείχνουν την πολύπλευρη
καλλιέργεια, συγκρότηση και ανάπτυξη
της προσωπικότητας του Κ.Τσάτσου η οποία
μπορεί και ξεπερνά τα στενοτόπια της
επιστήμης (κόσμο της διάνοιας) και
συναντά τον ανοιχτό κόσμο του φιλοσοφικού
και ποιητικού λόγου ή της μουσικής.
Αναφαίνεται εδώ η διαφορά διάνοιας και
λόγου, που εκφράζει η διασπορά του έργου
και των ενδιαφερόντων του και που τον
τοποθετεί απέναντι στον υλισμό. Στο 3ο
μέρος (Κατοχή, απελευθέρωση, εμφύλιος)
η αδυναμία διαχείρισης αυτής της διαφοράς
στην αντιμετώπιση μιας κατάστασης
καταλήγει και οδεύει μαζί με τα πάθη,
τη βία, τον πόλεμο και τον εμφύλιο
αδελφοσκοτωμό. Στο 4ο
μέρος (την κάθοδο του φιλοσόφου στην
ενεργό Πολιτική), φιλοσοφικός,
επιστημονικός, ποιητικός και αισθητικός
λόγος προσπαθούν μέσα από την πολιτική
και κρατική εξουσία να γίνουν πράξη-
πράξη που χρειάζεται πάντα φωτισμό
μπροστά στα δύσκολα και αμφίβολα για
να ευδοκιμήσει. Στο 5ο
μέρος, τέλος, παρουσιάζεται το όραμα
του Τσάτσου για ένα ελεύθερο σοσιαλισμό
και τονίζεται η αναγκαιότητα για μια
νέα μεταφυσική σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Στο
πλαίσιο του άρθρου αυτού δεν είναι
εφικτός ο σχολιασμός όσων περιλαμβάνονται
στο κείμενο. Ο σχολιασμός αυτός εξάλλου
απαιτεί μια νέα μέθοδο για τη φιλοσοφία
και τις επιστήμες του ανθρώπου και
ιδιαίτερα για τη σύγχρονη ιστοριογραφία
που κυριαρχείται από την ιδεολογική
χρήση της ιστορίας και λειτουργεί
διχασμένη στις κυρίαρχες ιστοριογραφικές
παραδόσεις του εθνοκεντρισμού και του
(νέο)μαρξισμού.
1.ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
1.1.Γενικά
O Kωνσταντίνος
Δ. Τσάτσος - φιλόσοφος, καθηγητής του
δικαίου, συγγραφέας και πολιτικός-
υπήρξε μια από τις σημαντικότερες
πνευματικές και πολιτικές φυσιογνωμίες
στην Ελλάδα του 20ου αιώνα .
Έζησε μια εποχή πυκνή σε ιστορικά
γεγονότα που σημαδεύτηκε από τη
μικρασιατική καταστροφή, δύο παγκόσμιους
πολέμους κι έπειτα την τραγωδία του
εμφυλίου και τον Ψυχρό Πόλεμο, ο οποίος
έκλεισε με την πτώση του «υπαρκτού
σοσιαλισμού» (1989) και την επέλαση διεθνώς
της Νέας Τάξης, το άνοιγμα των εθνικών
συνόρων στη παγκόσμια αγορά.
1.2.Βιογραφικά
Ο Κωνσταντίνος
Δ. Τσάτσος (1899-1987) ήταν πρωτότοκος γιος
του πολιτικού Δημητρίου Ι. Τσάτσου (1859
- 1921) από την Ευρυτανία (τον Προυσό,
με συγγενικούς δεσμούς σε Αγία Τριάδα
και Νόστιμο) και της Θεοδώρας Ευστρατιάδη
με καταγωγή από την Τεργέστη (φύσης
καλλιτεχνικής, ευαίσθητης και φιλομαθούς∙
έπαιζε πιάνο και μιλούσε άνετα γερμανικά,
γαλλικά, ιταλικά και αγγλικά).
Ο Κων/νος
Τσάτσος γεννήθηκε στην Αθήνα και είχε
έναν μικρότερο αδερφό τον Θεμιστοκλή.
Ο προπάππος του, Κωνσταντίνος Ι. Τσάτσος,
πρόκριτος από το Καρπενήσι, υπήρξε για
μια περίοδο όμηρος στα Γιάννενα. Περί
το 1815 (ή νωρίτερα) παντρεύτηκε την
Κυριακούλα, κόρη του Νίκου Θέου (γραμματέως
και σκευοφύλακος του Αλή πασά). Ως έμπορος
είχε τη δυνατότητα να προσφέρει δώρα
στον Αλή και να απαλλαγεί της ομηρίας.
Εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο –πρωτεύουσα
τότε- και έλαβε μέρος στις εθνοσυνελεύσεις
του Άστρους (1823) και της Τροιζήνας (1827)
ως αντιπρόσωπος της Ευρυτανίας. Ο παππούς
του Ιωάννης Κ. Τσάτσος ήταν έμπορος και
μαθήτευσε στην Άνδρο κοντά στον φιλόσοφο
Θεόφιλο Καΐρη (1784-1853) και αργότερα στο
Γυμνάσιο της Αίγινας επί Καποδίστρια.
Ο πατέρας του Δημήτριος Ι. Τσάτσος
(1859-1921) σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο
Αθηνών και ιδιώτευσε σαν δικηγόρος.
Ασχολήθηκε με την πολιτική και πολιτεύτηκε
με τον Γεώργιο Θεοτόκη ως το 1914 και
ύστερα με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ήταν
ταξιδεμένος, αγαπούσε τη μουσική (έπαιζε
βιολί) και ήταν φανατικός γαλλόφιλος.
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής
Ευρυτανίας το 1899 και επανεξελέγη άλλες
δύο φορές. Το 1920 ανέλαβε μαζί με άλλους
τρεις δημοσιογράφους την διεύθυνση της
εφημερίδας Εστία. Απεβίωσε το 1921 στην
Αθήνα , .
Ο Κ. Τσάτσος
μαθήτευσε στο σχολαρχείο Μακρή, το β΄
γυμνάσιο Νεαπόλεως και το Διδασκαλείο
Μέσης Εκπαιδεύσεως (Μαράσλειο). Υπήρξε
πολύ μέτριος μαθητής ως την τελευταία
τάξη του γυμνασίου, είχε όμως
πολλούς εξαίρετους καθηγητές, όπως
τον Σωκράτη Κουγέα, τον Δημήτρη Γληνό,
τον Δημήτρη Γουδή, τον Αχιλλέα Τζάρτζανο
και τον Χρήστο Λαμπράκη (που τον έκανε
ν’ αγαπήσει την ελληνική ποίηση με τους
«Βωμούς»» του Παλαμά που του χάρισε).
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
(1914-1918) και παράλληλα διδάχτηκε και
μελέτησε κατ’ οίκον ποίηση και λογοτεχνία
κοντά στον Jules Basset. Έπαιζε πιάνο και
λίγο βιολί. Υπήρξε φίλος από τα παιδικά
του χρόνια με τον ποιητή Αλέξανδρο
Εμπειρίκο. Δημοσίευσε δύο τόμους
ποιημάτων και θεατρικών έργων με το
ψευδώνυμο Ύβος Δελφός. Εγγράφτηκε στη
Νομική Σχολή σε ηλικία 15 χρονών και
αποφοίτησε με άριστα. Μετά τις νομικές
σπουδές του και μέχρι το 1920 τοποθετήθηκε
στην ελληνική διπλωματική αντιπροσωπεία
στο Παρίσι. Με την ιδιότητά του αυτή
έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις για
την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών
(στην ελληνική αποστολή στο Συνέδριο
Ειρήνης) υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Κατά
τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας
(1920-1923) συνδέθηκε φιλικά με τον Κωστή
Παλαμά.
Από το
1924 ως το 1928 σπούδασε φιλοσοφία και
φιλοσοφία του δικαίου στη Χαϊδελβέργη
(σύγχρονοί του και φίλοι του εκεί οι Ι.
Θεοδωρακόπουλος και Π. Κανελλόπουλος) θεωρώντας
τη φιλοσοφία ως το ‘’μεγάλο εργαστήρι
όπου σφυρηλατείται η ελευθερία’’.
Διήνυσε και γνώρισε τον φιλοσοφικό
στοχασμό στη διαχρονική του πορεία
μέχρι να σταθεί τελικά με σιγουριά στον
Πλάτωνα και τον Καντ, ‘’στο μεγάλο
σταυροδρόμι της καντιανής κοσμοθεωρίας’’, .
Επηρεάστηκε κυρίως από τον νεοκαντιανό
καθηγητή του Heinrich Rickert που του δίδαξε
τις βάσεις της φιλοσοφικής σκέψης, και
τη θεωρία των αξιών.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ανέλαβε
το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του
και το 1929 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του
διατριβή Η Νομική ως τεχνική και
επιστήμη με την οποία αναγορεύτηκε
διδάκτωρ της Νομικής Σχολής. Το ίδιο
έτος πήρε μέρος στην ίδρυση του περιοδικού
‘’Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας
Επιστημών’’- οργάνου της ιδεαλιστικής
φιλοσοφίας (από κοινού με τους Παναγιώτη
Κανελλόπουλο, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο
και Μιχάλη Τσαμαδό). Το
1930 παντρεύτηκε την Ιωάννα Σεφεριάδη,
με την οποία απέκτησε δυο κόρες τη
Δέσποινα και τη Θεοδώρα. Την ίδια χρονιά
με την πραγματεία του Φιλοσοφία
και επιστήμη του Δικαίου εκλέχτηκε
υφηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Δυο χρόνια αργότερα διορίστηκε
έκτακτος καθηγητής στη νεοϊδρυθείσα
τότε έδρα Εισαγωγής στην Επιστήμη και
τη Φιλοσοφία του Δικαίου.
Το 1935
διδάσκει το μάθημα της ‘’Κοινωνικής
Φιλοσοφίας των Αρχαίων Ελλήνων’’ το
οποίο συγκέντρωνε πολυάριθμο ακροατήριο
και με το οποίο καθιερώνεται ως δάσκαλος
και χαρισματικός ομιλητής. Εκτός από
την κανονική διδασκαλία οργανώνει
φροντιστήρια και δημόσιες συζητήσεις
κατά τις οποίες μαθητές και δάσκαλος
συζητούσαν σε υψηλό επίπεδο θέματα
φιλοσοφικά, πολιτικά και επιστημολογικά.
Μαθητές του υπήρξαν οι Μ. Μιχελάκης, Κ.
Δεσποτόπουλος, Δ. Καπετανάκης, Κορνήλιος
Καστοριάδης, Γ. Μητσόπουλος, Π. Παπαληγούρας,
Ι. Πεσματζόγλου, Γ. Σαραντάρης και άλλοι
αργότερα επιφανείς έλληνες.
2.ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΣΤΟ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
2.1
Η κατάσταση στο μεσοπόλεμο
Η διαμόρφωση
της φιλοσοφικής και πολιτικής στάσης
του Τσάτσου συντελέστηκε εν μέσω των
μεγάλων ιδεολογικών, οικονομικών και
γεωπολιτικών συγκρούσεων που συντάραξαν
τον κόσμο κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα
και οι οποίες σημαδεύτηκαν από δυο
παγκόσμιους πολέμους με δεκάδες
εκατομμύρια νεκρούς καθώς και από τον
καταστροφικό για την Ελλάδα εμφύλιο.
Τρεις ιδεολογίες ύψωναν τη σημαία τους
στα μέτωπα του πολέμου εκείνη την
περίοδο: ο κομμουνισμός, ο φιλελευθερισμός και
ο ναζισμός (εθνικοσοσιαλισμός).
Ο
κομμουνισμός, με βάση το μαρξισμό,
δημιούργησε με την Οκτωβριανή επανάσταση
(1917), μια νέα κοινωνική πραγματικότητα
και έναν υπερεθνικό συνασπισμό: την
Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών
Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) που είχε από το
μανιφέστο του κομμουνισμού νομιμοποιημένο
το δικαίωμα της βίας. Απέναντι στον
συνασπισμό αυτό-τον λεγόμενο ‘’υπαρκτό
σοσιαλισμό’’, ο αμερικανικός καπιταλισμός
προσπάθησε με τον Ρούσβελτ να αντιμετωπίσει
το οικονομικό κραχ του ‘29 οικοδομώντας
ένα συμβιβασμό με την κεντρική τράπεζα
(την ιδιωτική FED) μέσα από ένα New Deal
(1933-38), δηλ. ένα πρόγραμμα που αντανακλούσε
το πνεύμα του φιλελεύθερου κοινωνικού
καπιταλισμού. Ανάμεσα στις δυνάμεις
αυτές η Γερμανία ζητούσε να παίζει τον
δικό της αυτόνομο ρόλο και να επιβληθεί
βιαίως στη διεθνή σκηνή. Η δημοκρατία
της Βαϊμάρης (άμεση
συνέπεια του Α’ παγκοσμίου Πολέμου)
μετά την κομμουνιστική εξέγερση των
Σπαρτακιστών του Βερολίνου (1919) έγινε
ο στόχος των Βαυαρών στασιαστών και του
Χίτλερ (1923). Το Εθνικοσοσιαλιστικό
Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP)
εκμεταλλευόμενο τις συνθήκες της κρίσης,
κατάφερε ύστερα από εκλογές να ανέλθει
στην εξουσία (το 1933) κι εν συνεχεία να
καταργήσει τη Δημοκρατία και να επιβάλλει
τη ναζιστική δικτατορία, υποσχόμενο
σοσιαλιστικά μέτρα τα οποία ουδέποτε
τήρησε (δημόσιο έλεγχο των μέσων
παραγωγής, καταπολέμηση της τοκογλυφίας,
μοίρασμα των κερδών των μεγάλων
επιχειρήσεων, δημοτικοποίηση των
εμπορικών καταστημάτων και υπενοικίασή
τους σε μικρούς επιχειρηματίες κ.λπ).
Ναζιστικό κόμμα και κυβέρνηση συνεργάστηκαν
πλήρως με το μεγάλο κεφάλαιο, τους
γαιοκτήμονες και την πρωσική στρατιωτική
αριστοκρατία με σκοπό τον έλεγχο της
κοινωνίας και την αναχαίτιση του
κομμουνισμού.
Μπροστά
στο εμπόλεμο και απρόβλεπτο αυτό διεθνές
περιβάλλον, η Ελλάδα του μεσοπολέμου
ζούσε τις πικρές συνέπειες της
μικρασιατικής καταστροφής (1922) προσπαθώντας
μ’ ένα ασταθές πολιτικό σύστημα να
στεγάσει πρόσφυγες και να δημιουργήσει
δουλειές, να προωθήσει την αγροτική
μεταρρύθμιση, να βελτιώσει τις υποδομές
και να ξεπεράσει τη μιζέρια.
Το απαράδεκτα χαμηλό κόστος εργασίας
και οι άθλιες εργασιακές συνθήκες
δημιουργούσαν έντονες αντιδράσεις τις
οποίες -μετά τον πραξικόπημα του Γ.
Κονδύλη και
την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β’
(1935)- η μεταξική δικτατορία (1936) επιχείρησε
να αμβλύνει με μέτρα κοινωνικά (ίδρυση
του ΙΚΑ το 1937) ενώ συνάμα είχε υπό καθεστώς
ποικίλων διώξεων τους αντιφρονούντες
(τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού) αν
και προπαρασκευαζόταν για πόλεμο.
2.2.
Διάλογος με την αριστερά, το Γληνό και
το Σεφέρη
1. Όταν
ο Κ. Τσάτσος γύρισε από το Παρίσι, είχε
διαμορφώσει μια κοσμοθεωρία «πολύ
αισθησιοκρατική», σχεδόν υλιστική». Κατά
την περίοδο εκείνη (1928-29) τον απασχολούσε
ο κομμουνισμός ως κοσμοθεωρητικό
πρόβλημα και έλαβε μέρος στις δημόσιες
συζητήσεις που οργάνωσαν στο Πανεπιστήμιο,
κατά τα έτη 1931-1932, από τη μια πλευρά ο
ίδιος και ο Π. Κανελλόπουλος, εκφραστές
του ιδεαλισμού, και από την άλλη οι
Σάββας Κωνσταντόπουλος, Αναστάσιος
Χριστοφιλόπουλος και Άγγελος Προκοπίου,
κομμουνιστές-καθοδηγητές οι δυο
τελευταίοι στο φοιτητικό κίνημα.
Η αντιπαράθεση
των δύο ιδεολογικών κόσμων είχε πάρει
την μορφή ανταλλαγής δημοσιευμάτων
μέσω του τριμηνιαίου περιοδικού «Αρχείο
Φιλοσοφίας και θεωρίας των Επιστημών»
που ανήκε στους ιδεαλιστές και στους
«Νέους Πρωτοπόρους» που ανήκε στους
κομμουνιστές (ακροαριστερούς). Ως
εκλαϊκευτικό μέσο των απόψεων του
"αρχείου φιλοσοφίας", κυκλοφορούσε
επίσης (1933) και το περιοδικό «Ιδέα» του
Σπύρου Μελά και του Γ. Θεοτοκά..
2. Κατά το
διάστημα των ετών 1932-33 ο Κ. Τσάτσος είχε
πάνω στο ιδεολογικό ζήτημα έντονο
διάλογο με τον πρώην δάσκαλό του στο
Γυμνάσιο Δ. Γληνό.
Ο διάλογος με τον Γληνό, εξελίχτηκε
σε σκληρή ιδεολογική μάχη ανάμεσα
στους υπερασπιστές του φιλοσοφικού
ιδεαλισμού, της δημοκρατίας και της
εθνικής ιδέας και τους νεόκοπους τότε
ακροαριστερούς οπαδούς του "διαλεκτικού
υλισμού", της "λαϊκής δημοκρατίας"
και της "δικτατορίας του προλεταριάτου".
Ο Γληνός
υπερασπιζόταν τη θέση ότι ο αντικαπιταλισμός
μπορεί να αντιστοιχηθεί λογικά και να
αναπτυχθεί μόνο στα όρια του μαρξισμού
και ότι «η κομουνιστική βία είναι
απαραίτητη προϋπόθεση για την τελειωτική
κατάλυση της βίας» (σύμφωνα με την
εγελιανή- μαρξιστική διαλεκτική). Ο
Τσάτσος δεν συμφωνούσε και ισχυριζόταν
πως υπάρχει εναλλακτικός δρόμος στον
κομμουνισμό: «Η θέση της ιδεοκρατίας
στον κοινωνικό αγώνα». Ο Τσάτσος δεν
πίστευε ότι ο κομμουνισμός έχει το
μονοπώλιο της κοινωνικής δικαιοσύνης
και ότι κάθε κοινωνία μπορεί να
δημιουργήσει το δικό της δρόμο για να
την κατακτήσει.
Όπως γράφει: ‘’Η ιδεοκρατία αντιμάχεται
στην θεωρία κάθε υλισμό, γιατί κάθε
υλισμός, και ο κεφαλαιοκρατικός, χτυπάει
την προτεραιότητα της νόησης… Η ιδεοκρατία
όχι μόνο δεν είναι σε αρμονία με την
κεφαλαιοκρατία, όχι μόνο δεν την εξυμνεί,
αλλά βρίσκεται σε βαθιά και ασυμφιλίωτη
αντίθεση μαζί της. Με το μέσο της
[πολιτικής] ελευθερίας βαδίζουμε προς
κοινωνικές μεταμορφώσεις που συμπίπτουν
με τα ιδανικά της θεωρίας του κομμουνισμού,
σε ότι αφορά την κοινωνική ανασύνταξη
και την οικονομική οργάνωση, και που
είναι ασφαλώς αριστερότερες από την
σημερινή κομμουνιστική πραγματικότητα. Πιστεύει
ο κ. Γληνός πως με την δικτατορία των
αδικημένων, με την άσκηση της βίας των
λίγων ή των πολλών, θ΄ ανεβεί προς την
αταξική κοινωνία. Εμείς πιστεύουμε ότι
κατρακυλάει προς μια άλλη ταξική κοινωνία’’.
Και καταλήγει: ‘’Η ιδεοκρατία δεν είναι
προ – είναι μετακομμουνιστική φιλοσοφία.
Είναι εκείνη που θα ασπασθεί και ο κ.
Γληνός, αν κάποτε νομίσει πως μπορεί να
βγει από τη μεταβατική περίοδο, για να
μπει στον δίκαιο κοινωνικό κόσμο που
είναι κοινός σκοπός μας’’.
Ο διάλογος
οδηγείται σ’ αδιέξοδο και μάλιστα ο
Γληνός θα
φθάσει να κατηγορήσει ευθέως τον
Τσάτσο και τον Κανελλόπουλο ως "φασίστες"
και την ιδεαλιστική φιλοσοφία που
δίδασκαν, ως "αλφαβητάρι του παγκόσμιου
φασισμού".
Κατά τη
διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά ο
Τσάτσος θα εξοριστεί στη Σκύρο (1939) και
τις Σπέτσες (1940), ενώ προηγουμένως θα
απορριφτεί από το καθεστώς η αίτησή του
για τη θέση του καθηγητή.
3. Το 1938
ξεκινά ο διάλογος του Τσάτσου με τον
Σεφέρη πάνω στο ζήτημα της ποίησης και
ο οποίος θα οδηγηθεί το 1939 στη μορφή
‘’παράλληλων μονολόγων’’. Οι
περισσότεροι, όλοι σχεδόν, έχουν
τοποθετηθεί με το μέρος του Σεφέρη
(σημειώνει ο Τσάτσος), αλλά το διακύβευμα
της διαφωνίας δεν είναι σαφές. Όπως
παρατηρεί η Μαίρη Ιατρού: ‘’Ο Σεφέρης
διαβάζει δημιουργικά τα κείμενα, αλλά
δεν απαντά ακριβώς σε αυτό που του
προσάπτει ο Τσάτσος’’.
Το θέμα αφορά την αισθητική γνησιότητα
του έργου τέχνης σε σχέση με τον
ελληνισμό. Ο
Τσάτσος ισχυρίζεται ότι: ‘’Δε
θέλω τη γνησιότητα για να είναι το έργο
ελληνικό, θέλω την ελληνικότητα, για να
είναι το έργο γνήσιο’’, θεωρώντας πως
υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια που
ορίζουν την ελληνικότητα και αυτά είναι
η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το γεωγραφικό
περιβάλλον, η πνευματική παράδοση και
η γλωσσική παιδεία του δημιουργού. Ο
Σεφέρης αντίθετα θα υποστηρίξει ότι η
ελληνικότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί
αισθητικό κριτήριο και κάθε έργο γραμμένο
από Έλληνα θα διαθέτει οπωσδήποτε
ελληνικότητα. Προτείνει έτσι αντί
του όρου "ελληνικότητα" τη χρήση
του όρου ‘’ελληνισμός", .
Ο διάλογος
για την ποίηση δεν έχει μελετηθεί επαρκώς
ως προς το βάθος και την ουσία του. Το
παράπονο του Τσάτσου δε λείπει ως προς
αυτό.
Ούτε έχει συνδυαστεί με το σημαντικότερο
ίσως βιβλίο του- τη θεωρία της τέχνης-όπου
χαράζονται βαθύτερες και ευρύτερες
προοπτικές. Το πρόβλημα λοιπόν της
συνεννόησης του ποιητή και του φιλοσόφου
που εμπεριέχει ο διάλογος παραμένει
πρόβλημα ευρύτερης πνευματικής σημασίας
από τη διερεύνηση του οποίου πολλά καλά
μπορεί να προκύψουν. Η αισθητική χρήση
της διάκρισης διάνοιας και λόγου
-επιστήμης και φιλοσοφίας/ποίησης –
που απασχολεί τους συνομιλητές και
δηλώνεται με τους καντιανούς όρους
Verstand (διάνοια, επιστημονική raison) και
Vernunft (νους, αφηρημένη λογική) είναι ένα
θεμελιακό ζήτημα που πάει βαθιά στην
αρχαιοελληνική φιλοσοφία, στον Παρμενίδη,
τον Ηράκλειτο, στην Πολιτεία και
το Φαίδωνα του Πλάτωνα,
συνδέοντας την πνευματική μας παράδοση
με την αναζήτηση του σύγχρονου νοήματος
στον κόσμο.
2.3.
Η σημασία των διαλόγων.
Η δεκαετία
του '30 υπήρξε εποχή σημαντικών πνευματικών
κατακτήσεων και σημαντικών ζυμώσεων
τόσο στο πεδίο της λογοτεχνίας όσο και
της ιδεολογίας. Η μελέτη των ιδεών του
μεσοπολέμου είναι ένας ανεκτίμητος
πνευματικός πλούτος, ο οποίος παραμένει
εν πολλοίς ανεκμετάλλευτος. Η περίοδος
αυτή καθόρισε μέσα από τη σύγκρουση και
το διάλογο στον κόσμο των γραμμάτων
και της τέχνης του μεσοπολέμου την
ανάδειξη των ιδεών και των αξιών του
νέου ελληνισμού και κατά συνέπεια αξίζει
συστηματική και ενδελεχή μελέτη. Με
το διάλογο ή την αντιπαράθεση αυτή η
Ελλάδα έκανε ένα βήμα προς τη χαμένη
αυτοσυνειδησία της. Το αίτημα ενός νέου
ανθρωπισμού έκανε την εμφάνισή του και
κατέστη δυνατόν να ανιχνευτούν και να
αποτιμηθούν πέρα από φιλοσοφικές και
αισθητικές έννοιες βασικές ιδεολογικές
και πολιτικές κατηγορίες. Κατέστη
δυνατόν να απορριφθούν οι ιδεολογικές
μορφές του φασισμού-ναζισμού, να
αναδειχτούν οι ιδέες του μαρξισμού και
του δημιουργικού ιστορισμού, να
οριοθετηθούν οι έννοιες της ελληνικότητας
και του ελληνισμού, και να δημιουργηθεί
η σύγχρονη ελληνική αντίληψη περί έθνους
και Δημοκρατίας.
Η συμβολή
του μαρξισμού στην οριοθέτηση αυτών
των δύο προαναφερθέντων όρων υπήρξε
καθοριστική, όπως γράφει ο Ξιφαράς και
ώθησε τους φιλελεύθερους διανοούμενους
προς έναν ‘’πνευματικό εθνισμό’’.
Παράλληλα ο Π. Βαλλιάνος υποστηρίζει
ότι: ‘’Η συγκρότηση ενός ρεύματος
συνειδητού ιδεοκρατικού στοχασμού στην
Ελλάδα του μεσοπολέμου είναι ένα
αξιοσημείωτο πολιτιστικό ορόσημο. Δεν
θα ήταν ίσως υπερβολή να υποστηρίξει
κανείς ότι για πρώτη φορά μετά την εποχή
του Διαφωτισμού, το ρεύμα αυτό εισήγαγε
ένα κοσμοείδωλο με εσωτερική συνοχή
και ξεχωριστό παιδευτικό χαρακτήρα
στην ιστορία του νεοελληνικού πολιτικού
στοχασμού. Πριν το σημείο αυτό, όπως
τόνιζε ο Κ. Τσάτσος, δεν μπορούμε να
μιλήσουμε για άξια λόγου φιλοσοφική
συζήτηση. Υπήρχαν φυσικά διάχυτες
βιοθεωρητικές και κοσμοθεωρητικές
στάσεις, οι οποίες απέρρεαν λίγο πολύ
αυθόρμητα από τις αναγκαιότητες του
πρακτικού βίου κι έβρισκαν έκφραση
κυρίως μέσα από την λογοτεχνική και την
ιστορική συγγραφή’’. Η
διανόηση συνεπώς της γενιάς του ’30
συνέβαλε στο ν’ αναζητηθεί ή να φανερωθεί
κάτι κοινό κι αξιοζήτητο στην ελληνική
κοινωνία. Όπως σημειώνει ο Βαλλιάνος:
‘’Αυτό που διέγνωσαν [οι πνευματικοί
άνθρωποι αυτής της γενιάς] ήταν ότι μετά
την κατάρρευση του μεγαλοϊδεατικού
εγχειρήματος, προείχε η εδραίωση
μιας εσωτερικής θεσμικής τάξης βασισμένης
σε καθολικές αξίες, στη συνειδητή
δηλαδή δέσμευση των πολιτών να υπηρετήσουν
το συλλογικό αγαθό. Και τα πρόσφορα
εργαλεία για τη διάπλαση μιας τέτοιας
κοινωνικής συνείδησης ήταν, στην αντίληψή
τους, οι θεμελιώδεις έννοιες της
κλασικής πολιτικής φιλοσοφίας. Με
τον τρόπο αυτό η ένταξη της Ελλάδας στο
ευρωπαϊκό γίγνεσθαι θα γινόταν με όρους
οργανικής πνευματικής συνάφειας, και
όχι υπό την πίεση μιας ευμετάβλητης
εξωτερικής συγκυρίας. Υπό την έποψη
αυτή θα μπορούσαν να ανιχνευθούν
συνάφειες με το πρόγραμμα των
διαφωτιστών’’ . Αποφασιστικό
ρόλο σ’ αυτό, καταλήγει ο Βαλλιάνος,
‘’έπαιξαν οι ιδέες του Κάντ και του
Χέγκελ, που δεν ήταν άλλο από την εφαρμογή
στις συνθήκες της νεωτερικότητας των
πολιτικών συλλήψεων του Πλάτωνα και
του Αριστοτέλη. Με τη διαφορά ότι την
λίγο πολύ αυθόρμητη προδιάθεση του
αρχαίου Έλληνα έπρεπε τώρα να την
παραγάγει η παιδεία: η συστηματική
διανοητική και ηθική καλλιέργεια.
3.
ΚΑΤΟΧΗ, ΕΜΦΥΛΙΟΣ
3.1.
Κατοχή
Με την
κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (28
Οκτωβρίου 1940) το καθεστώς δεν θα επιτρέψει
στον Τσάτσο να καταταγεί εθελοντικά
και τον τοποθετεί (μαζί με τους Ι. Κακριδή
και Ι. Θεοδωρακόπουλο) στην Πνευματική
Επιστράτευση του Πολέμου. Τον Απρίλιο
του ‘41 οι Γερμανοί εισβάλουν στην Αθήνα.
O βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και η ελληνική
κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Εμμανουήλ
Τσουδερό φεύγουν στην Αίγυπτο ενώ στην
Αθήνα σχηματίζεται η κυβέρνηση κατοχής
με πρωθυπουργό τον Τσολάκογλου.
Παραμονή
της 28ης Οκτωβρίου του 1941 ο Τσάτσος θα
κηρύξει ενώπιον των φοιτητών του στο
κατάμεστο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου
την επόμενη ημέρα ως εθνική επέτειο
ελευθερίας. Μετά δύο ημέρες θα παυτεί
από τη θέση του καθηγητή στο πανεπιστήμιο
και θα διωχθεί. Κατά τη διάρκεια της
γερμανικής κατοχής θα λάβει μέρος σε
ομάδα φυγάδευσης Ελλήνων και 'Αγγλων
αξιωματικών και στις οργανώσεις ΕΟΧΑ,
ΕΚΚΑ και
Σοσιαλιστική Ένωση. Η Σοσιαλιστική
Ένωση ήταν βραχύβια πολιτική οργάνωση
με αντιβασιλικό και αντικομουνιστικό
προσανατολισμό που είχαν ιδρύσει οι Α.
Αγγελόπουλος, Κ. Τσάτσος, Ξ. Ζολώτας και
Κ. Καραμανλής, και με την οποία
συνεργάζονταν, χωρίς να είναι μέλη,
οι Αλέξανδρος Σβώλος και Γεώργιος
Μαύρος.
Ως το
καλοκαίρι του 1943, η Ελλάδα βρισκόταν
υπό τριπλή κατοχή (γερμανική, ιταλική,
βουλγαρική) και είχε δύο κυβερνήσεις,
την κατοχική, που είχε σχηματισθεί με
εντολή των δυνάμεων κατοχής και την
«εξόριστη», επίσημη και νόμιμη, που είχε
καταφύγει στο Κάιρο. Παρά τη συνεργασία
των αντιστασιακών οργανώσεων στην
ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου
(25 Νοεμβρίου 1942), πράξεις όπως η δράση
των ταγμάτων ασφαλείας εναντίον του
ΕΛΑΣ και
η δολοφονία Απρίλη του ’44 του συνταγματάρχη
της ΕΚΚΑ Ψαρού από αντάρτη (στο τάγμα
του Θύμιου Ζούλα) του ΕΛΑΣ, οξύνουν
τη διάσταση ανάμεσα στις αντιστασιακές
οργανώσεις. Τον Οκτώβριο του ‘44 ο
ελληνικός λαός γιορτάζει την απελευθέρωση
και η ‘’εξόριστη’’ κυβέρνηση επιστρέφει.
Όμως δεν θ’ αργήσει να βρεθεί ξανά στο
μάτι του κυκλώνα. Ο ιδεολογικός πόλεμος,
τα γεωπολιτικά συμφέροντα, οι συγκρούσεις
ανάμεσα στις οργανώσεις, η πείνα κι ο
υποσιτισμός που απλώνουν, οι δοσίλογοι
κι οι μαυραγορίτες διαιρούν την Ελλάδα.
Οι Άγγλοι είναι εδώ και
το ΚΚΕ αρνείται να μπει στην Κυβέρνηση.
3.2
Δεκεμβριανά-είσοδος στον εμφύλιο-αίτια
3 Δεκέμβρη
του ‘44.
Αίμα και διαδηλωτές νεκροί,
είσοδος της χώρας στην τραγικότερη
περίοδο του νεότερου ιστορικού της
βίου∙ εμφύλιος. Ο Τσάτσος, καχύποπτος
για τις απώτερες προθέσεις του ΕΑΜ,
κάνει στο «Εκ βαθέων» έκκληση
ν’ αναμετρηθεί κάθε Έλληνας με τη
συνείδησή του και την ευθύνη που τον
βαραίνει. Δεν θα δυσανασχετήσει όμως
για την παρουσία των Βρετανών, εκτιμώντας
πώς οι προθέσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ
ήταν να συνεχιστεί ο αγώνας και
από εθνικοαπελευθερωτικός να μετατραπεί
σε κοινωνικό/ταξικό για την εγκαθίδρυση
κομμουνιστικού καθεστώτος. Μια τέτοια
εκτίμηση δεν ήταν μόνο δική του. Όπως
παρατηρεί ο Ε. Χατζηβασιλείου, η φοβία
για τις προθέσεις και τις δυνατότητες
της Αριστεράς ήταν μία γενικευμένη
κατάσταση, όχι μία επιλεκτική «δεξιά»
αντίληψη, ενώ η αντικομμουνιστική
επίκληση του Κέντρου δεν ήταν λιγότερο
έντονη, κατά τομείς και εποχές, σε
σύγκριση με την αντίστοιχη της Δεξιάς.
3.3.
Αντικομμουνισμός, διαφαινόμενοι εθνικοί
κίνδυνοι
Τα
Δεκεμβριανά θα συρρικνώσουν τη σημασία
των ριζοσπαστικών δυνάμεων και
θα δώσουν την ιδεολογική κυριαρχία
στους ακραίους αντικομμουνιστές. Ο
Τσάτσος θα στραφεί προς συντηρητικότερες
θέσεις και θα πάρει θέση μαχητή ενάντια
στον κομμουνισμό τον οποίο θεωρούσε
κίνδυνο για το έθνος. Όπως γράφει
στη Λογοδοσία μιας ζωής: «Ο αγώνας
μου κατά του κομμουνισμού είναι ένα
κομμάτι της ζωής μου. Είναι το βασικό
πρόβλημα του καιρού μας που θέτει σε
κίνδυνο την υπόσταση του ελληνικού
έθνους, που αποβλέπει στην απορρόφησή
του σε άλλες εθνότητες και στην κατάλυση
της ψυχικής και πνευματικής του
ιδιοτυπίας».
Εξηγεί στο ίδιο κείμενο ότι ο
αντικομμουνισμός του είχε καθαρά
φιλοσοφικές ρίζες, θεωρώντας ότι κάθε
μορφή ματεριαλισμού και αισθησιοκρατίας
δεν ευσταθούν θεωρητικά. Δεχόταν την
οικονομική ανάλυση του μαρξισμού και
αναγνώριζε ασφαλώς ‘’την ανάγκη τα
οικονομικά φαινόμενα να μελετώνται ως
συναίτια στην εξέλιξη της ιστορίας των
λαών’’.
Το μέγα
πρόβλημα που απασχολούσε τον Τσάτσο
δεν ήταν αυτός καθαυτός ο κομμουνισμός
αλλά η ακεραιότητα της Ελλάδας που
γένναγε ο διεθνισμός, «ο εκ βορράν
κίνδυνος» για τον οποίο εξέφραζαν
ανησυχία κρατικές υπηρεσίες, αναλυτές
και αμερικανοί. Η συνάντηση βέβαια των
νικητών (Ρούσβελτ, Στάλιν, Τσώρτσιλ)
Φλεβάρη του 1945 στη Γιάλτα (πριν τη λήξη
του πολέμου) θα αποφάσιζε ζώνες επιρροής
για τον μεταπολεμικό κόσμο όπου η Ελλάδα
ετίθετο υπό την κυρίαρχη επιρροή των
δυτικών συμμάχων (χωρίς όμως στην ηγεσία
του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να έχει ευθέως
ανακοινωθεί κάτι σχετικό).
Αυτό δεν κατέστελλε όμως τις ανησυχίες
που προκαλούσαν οι συζητήσεις και
συμφωνίες του Δημητρόφ με τον Τίτο και
οι οποίες έθεταν θέμα Βαλκανικής
Ομοσπονδίας και Μακεδονίας.
Το εθνικό
διακύβευμα δεν είναι βέβαια ζήτημα
συγκυρίας και
ο Τσάτσος μετά από σαράντα χρόνια
αναφέρεται ξανά στο ζήτημα που προσδιόρισε
την αντικομμουνιστική πολιτική των
μεταπολεμικών κυβερνήσεων.
Ο Ε. Χατζηβασιλείου σημειώνει την
ευρύτερη ευρωπαϊκή διάσταση του
αντικομμουνισμού τονίζοντας ότι ‘’ο
αντικομμουνισμός στη μετεμφυλιακή
Ελλάδα –τόσο τα αίτιά του όσο και οι
εκδηλώσεις του– ήταν περισσότερο
περίπλοκη υπόθεση από όσο συχνά
υπονοείται’’.
Η θέση αυτή συνάδει με την προτεραιότητα
που είχαν τα γεωπολιτικά εξωτερικά
αίτια στην εκδήλωση του εμφυλίου, πράγμα
για το οποίο άλλοι έγκυροι μελετητές
έχουν αντίθετη άποψη.
Όπως
γράφουν οι Κουτσούκης-Σακκάς, οι ρίζες
της ελληνικής αδελφοκτόνας σύρραξης
μπορούν να ιχνηλατηθούν στις πολλαπλές
ρήξεις και συγκρούσεις που ξέσπασαν
στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας
σε προηγούμενες δεκαετίες και ιδιαίτερα
στα χρόνια της κατοχής και μάλιστα στην
περίοδο της λευκής τρομοκρατίας
(1945-46). Με την παραβίαση της συμφωνίας
της Βάρκιζας από τους νικητές και πριν
καλά- καλά στεγνώσει το μελάνι,
‘’εθνικιστικές οργανώσεις και ένοπλες
συμμορίες άρχισαν να καταδιώκουν τους
πολιτικούς τους αντιπάλους, να
βιαιοπραγούν, να καταστρέφουν... Στην
κατάσταση απροκάλυπτης, άμετρης και
ατιμώρητης βίας και τρομοκρατίας που
διαμορφώθηκε - με την υποστήριξη του
ελληνικού κράτους και των νόμιμων
εκπροσώπων του και με την προκλητική
ανοχή των Βρετανών - οι διωκόμενοι δεν
είχαν άλλη επιλογή και διέξοδο παρά να
καταφύγουν πάλι στην ορεινή ύπαιθρο.
Όχι από επιθυμία για επανάσταση αλλά
από ανάγκη επιβίωσης, όχι με εντολή της
ηγεσίας τους αλλά με δική τους πρωτοβουλία,
όχι με συνεννόηση μεταξύ τους αλλά
σταδιακά, καθώς διώκονταν’’. Βεβαίως,
συνεχίζουν, ‘’ο εμφύλιος διαπλέχθηκε
με τις μεγάλες ιδεολογικές αντιθέσεις
της ευρωπαϊκής ηπείρου και κλιμακώθηκε
εξαιτίας του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των
πρώην συμμάχων. Ο παγκόσμιος διπολισμός
παρέσυρε την Ελλάδα στη δίνη μιας
πρωτόφαντης σε οξύτητα και κλίμακα
αντιπαράθεσης, από την οποία δεν μπόρεσε
να ξεφύγει’’. Το έδαφος της συνεννόησης
δεν βρέθηκε. Συνεπώς, τονίζουν οι
ερευνητές: ‘’Οι ηγεσίες όλων των
πολιτικών παρατάξεων της χώρας φέρουν
τεράστια ευθύνη γι' αυτό. Όχι μόνο γιατί
δεν κατάφεραν να αρθούν στο ύψος των
περιστάσεων και να εξασφαλίσουν ειρηνικό
κατευνασμό των συγκρούσεων αλλά και
γιατί υπολόγισαν ως αποφασιστικό
παράγοντα της πολιτικής τους τη βοήθεια
των «ξένων προστατών», για την απόκτηση
της οποίας επέδειξαν εξαιρετική
υποχωρητικότητα και δουλοπρέπεια’’.
4.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
4.1
Είσοδος στην πολιτική
Μετά τα
Δεκεμβριανά ο Τσάτσος θεωρεί καθήκον
του να επικεντρώσει τη δράση και τις
ενέργειές του στη ζωή του έθνους
μπαίνοντας στην πολιτική. ‘Όπως γράφει:
‘’Καθώς εσκλήραιναν οι καιροί μας και
καθώς ωρίμαζαν και τα χρόνια τα δικά
μου, εγκαταλείποντας όλο και πιο συχνά
τη θεώρηση των απόλυτων ιδεών, προσανατόλιζα
τον φιλοσοφικόν ετασμό προς τη συγκεκριμένη
ζωή του έθνους μου, αναζητώντας μίαν
οδηγητικήν αρχή για τη σύλληψη και την
επίλυση των προβλημάτων του, που
συγκλίνουν όλα προς τα δυο τούτα κορυφαία
προβλήματα, της ύπαρξης και της αξίας
του. Όποιος όμως δεν κάνει απλό έργο
ιστοριοδίφου, αλλά ή θεωρεί φιλοσοφικά
την ιστορία ή πράττει ως ιστορικό
πρόσωπο, είναι υποχρεωμένος να οδηγήση
τη σκέψη του μέσα από δύο συνεχόμενα
στάδια. Η θεώρησή του …διακλαδίζεται
σε δύο βασικά και μαζί τραγικά ερωτήματα:
Πρέπει να ζήση αυτός ο τόπος; και για
ποιους σκοπούς; Ποια είναι η ιδέα της
Ελλάδας; Και ύστερα: Μπορεί να ζήση για
τους σκοπούς για τους οποίους και πρέπει
να ζήση; Ποια είναι η σχέση της ελληνικής
πραγματικότητας με την ιδέα της
Ελλάδας’’.
Από το
1944 ως το 1945 ο Τσάτσος θα είναι φυγάς στη
Μέση Ανατολή όπου είχε διοριστεί τεχνικός
σύμβουλος της εξόριστης κυβέρνησης
Τσουδερού. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα
μετά τη λήξη του πολέμου (1945) και το 1946
θα παραιτηθεί από το πανεπιστήμιο για
να μπει στην πολιτική (στη θέση του θα
εκλεγεί ο Κ. Δεσποτόπουλος). Κατά τη
διάρκεια του εμφυλίου θα συμμετάσχει
στις κυβερνήσεις Κανελλοπούλου και
Βούλγαρη ενώ θα διατελέσει υπουργός
Εσωτερικών και Προνοίας (1945), βουλευτής
Αθηνών (1946), υπουργός Εθνικής Παιδείας
και Θρησκευμάτων (1949-50) και υφυπουργός
Συντονισμού (1950-1951).
Στις
εκλογές του 1946 (όπου το ΚΚΕ απείχε) οι
ριζοσπάστες, συνασπισμένοι, θα λάβουν
μόλις το 20% των ψήφων απέναντι στην
απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία
του Λαϊκού Κόμματος και θα υποβαθμιστούν
περαιτέρω κατά την τρίτη φάση του
εμφυλίου (1946-49). Η σχετική αποτυχία τους
στις εκλογές του 1950 θα τους κάνει να
ενταχθούν το 1951 στον Ελληνικό Συναγερμό
και να βρεθούν τελικά στο επιτελείο του
Καραμανλή, ο οποίος διαδέχθηκε τον
Παπάγο στην ηγεσία της Κεντροδεξιάς.
4.2.Η
δοκιμασία του πνεύματος
Ο Τσάτσος,
παρά τη στενότητα του χρόνου του, δεν
μπορεί να διέλθει την πικρή εμπειρία
του εμφυλίου χωρίς να ζητήσει την αιτία
του αλληλοσπαραγμού. Αυτή την αιτία θα
προσπαθήσει να εντοπίσει στο άρθρο του
«η δοκιμασία του πνεύματος» (1950), το
οποίο γράφει αμέσως μετά την έκδοση του
ομώνυμου βιβλίου του Αιμ. Χουρμούζιου.
Στο άρθρο
του ο Τσάτσος σημειώνει στο γκρέμισμα
των κοινωνικών ηθικών και πνευματικών
ερεισμάτων του ανθρώπου και σε μια εποχή
κρίσης με έντονο πολιτικό χαρακτήρα
ενώ επικεντρώνεται στον άμετρο σχετικισμό
που ‘’άφησε τη συνείδηση ανερμάτιστη
και απροσανατόλιστη, και οδήγησε στον
κατακερματισμό των μορφών και των
αξιών’’. Ως αιτία του φαινομένου ο
Τσάτσος επισημαίνει τη δυσκολία να
λειτουργήσει στην εποχή μας η διάκριση
επιστήμης και φιλοσοφίας, διάνοιας και
λόγου, ώστε να επιτευχθεί ο φιλοσοφικός
ετασμός (η συνειδητή λειτουργία της
ψυχής) και να υπερβληθεί ο άκρατος
σχετικισμός εντός του οποίου ‘’υψώνεται
το άλογο, το υποσυνείδητο, η αίσθηση, η
διαίσθηση, με κάποια εξωλογική,
εξωδιανοητική λειτουργία’’. Μέσα στην
κατάσταση αυτή ο πνευματικός άνθρωπος
‘’είναι φυσικό να δοκιμάζεται σκληρά
και να αγωνιά, αναζητώντας, χωρίς πια
καμιά σταθερή αφετηρία, τις απαντήσεις
και τις λύσεις...Είναι φυσικό το γένος
των πνευματικών ανθρώπων που σε άλλους
καιρούς και παρ’ όλες τις διαφορές,
διακρίνονταν από μια γενικότερη
ομοιογένεια, να έχει γίνει σήμερα ένας
λαός διασποράς με τίποτα το κοινό, όχι
μόνο στις απαντήσεις αλλά και στα
ερωτήματα’’.
Ως
συμπέρασμα: ‘’Ένας τέτοιος πνευματικός
κόσμος σκόρπιος, διαποτισμένος από το
σκεπτικισμό και διαβρωμένος από την
αμφιβολία είναι φυσικό να μην μπορεί
να χαράξει κατευθύνσεις, να κρίνει και
να πάρει θέση μπροστά στα προβλήματα
που θέτει η ζωή. Θεάται σχολιάζοντας τα
συμβαίνοντα...Σταματάει στο ερώτημα και
δεν μπορεί να προχωρήσει στην απάντηση’’.
Τη δοκιμασία
του πνεύματος θα ακολουθήσει λίγα χρόνια
μετά- Απρίλη του 55- η βίωση της ευφροσύνης
την οποία θα δοκιμάσει ο Τσάτσος στο
στρογγυλό τραπέζι που είχαν στην Αθήνα
(Γαλλικό Ινστιτούτο) για το θέμα του
ευρωπαϊκού πολιτισμού με τον Αλμπέρ
Καμύ οι εκπρόσωποι της ελληνικής
διανόησης (Ευάγγελος Παπανούτσος,
Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γεώργιος Θεοτοκάς,
Φαίδων Βεγλερής, Νίκος Χατζηκυριάκος
–Γκίκας). Στη συζήτηση αυτή ο Καμύ θα
παρατηρήσει ότι: ‘’Ο ευρωπαϊκός
πολιτισμός είναι αρχικά ένας πλουραλιστικός
πολιτισμός. Είναι ο τόπος της ποικιλομορφίας
των σκέψεων, των αντιθέσεων, των
αντιτιθέμενων αξιών και της ατέρμονης
διαλεκτικής. Η ζωντανή διαλεκτική στην
Ευρώπη είναι εκείνη που δεν καταλήγει
σε ένα είδος ιδεολογίας απολυταρχικής
και παράλληλα ορθόδοξης. Αυτός ο
πλουραλισμός, που υπήρξε πάντα το θεμέλιο
της έννοιας της ευρωπαϊκής ελευθερίας,
μου φαίνεται ότι είναι η πιο σημαντική
συμβολή του πολιτισμού μας. Αυτός ακριβώς
βρίσκεται σήμερα σε κίνδυνο και αυτόν
οφείλουμε, με κάθε τρόπο, να
διαφυλάξουμε..." .
Ο Τσάτσος
θα εκφράσει στους συνομιλητές του την
ανησυχία του για κάποιες τάσεις
αποσύνθεσης στην μοντέρνα τέχνη
σημειώνοντας την προθυμία αλλά και
επιθυμία προσφοράς που έχει ο ελληνισμός
(παλαιός και νέος) για ανανέωση του
σύγχρονου κόσμου. Ο Καμύ θα συμμεριστεί
τη θέση του Τσάτσου ενώ θα στηλιτεύει
την «Αστική Ευρώπη» η οποία αναγνωρίζει
μόνο δικαιώματα αλλά και την πάγια θέση
της Ανατολικής Ευρώπης που μιλά για
καθήκοντα χωρίς να αποδέχεται το δικαίωμα
του ανθρώπου να είναι αυτό που είναι.
4.3.
Μετεμφυλιακό κράτος Συμπόρευση με
Καραμανλή
Ο εμφύλιος
άφησε βαθύ αγεφύρωτο χάσμα στην ενότητα
των Ελλήνων. Το χάσμα αυτό θα συνεχίσει
να εμφανίζεται για καιρό στο μετεμφυλιακό
κράτος το οποίο τελεί υπό το άγρυπνο
βλέμμα των αμερικανών και των ανακτόρων
σε κάθε κρίσιμο σημείο των κυβερνητικών
αποφάσεων και της κρατικής εξουσίας
(επωάζοντας έτσι στα σπλάχνα του το
παρακράτος-την υπονόμευση του
κοινοβουλευτισμού και τη στρατιωτική
δικτατορία). Υπό συνθήκες διεθνώς Ψυχρού
πολέμου (μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής
Ένωσης),18 Φεβρουαρίου 1952 η ελληνική
Βουλή (κυβέρνηση Πλαστήρα) θα εντάξει
τη χώρα στο ΝΑΤΟ (1952) ενώ έκτακτα μέτρα
και μεταξικοί νόμοι (375/1936 «περί
κατασκοπείας») τελούν σε ισχύ για
διώξεις, εξορίες, φυλακίσεις και
εκτελέσεις αμετανόητων κομμουνιστών.
Ήταν φανερό
ότι τα κατασταλτικά μέτρα δεν ήταν λύση.
Ήδη το 1950 ο Καραμανλής, ως υπουργός
Εθνικής Αμύνης, σε συνέντευξή του
σημείωνε ότι η απειλή εναντίον του
κοινωνικού καθεστώτος δεν ήταν πλέον
στρατιωτικής υφής, όμως για να αντισταθεί
το δυτικό σύστημα στον κομμουνισμό
όφειλε να βελτιώσει τον εαυτό του και
μάλιστα δραματικά.
Το 1956 ο Κ.
Τσάτσος θ’ ακολουθήσει τον Καραμανλή
και θα συμμετάσχει ενεργά στην ίδρυση
της ΕΡΕ. Ως υπουργός στις κυβερνήσεις
Καραμανλή θα
εργαστεί για την κοινωνική, τουριστική
και πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας
(τουριστικές υποδομές-Ξενίες, θεσμός
των Φεστιβάλ, χρήση και αξιοποίηση
αρχαιολογικών χώρων), ενώ παράλληλα θα
προωθήσει τον ευρωπαϊκό δρόμο για την
Ελλάδα, πράγμα που αποτέλεσε στρατηγική
επιλογή του Καραμανλή (1955-1961) και κατέληξε
στις 30 Μαρτίου 1961 στη συμφωνία σύνδεσης
με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα
(Ε.Ο.Κ) υπό τη μορφή τελωνειακής ένωσης
(με πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου και
προοπτική να καταστεί αργότερα πλήρες
μέλος).
Μέσα στην
αρένα της πολιτικής -τη συνέχιση του
πολέμου με άλλα μέσα (όπως έλεγε ο
Κλαούζεβιτς)- ο Τσάτσος θα συγκρουστεί
αναπόφευκτα με τους πολιτικούς και
ιδεολογικούς του αντιπάλους, θα υποπέσει
σε λάθη,
θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις αντινομίες
του πρακτικού λόγου, θα ξεπεράσει κάποτε
το μέτρο (έτσι ο Θεοτοκάς θα φτάσει
κάποτε να τον χαρακτηρίσει ‘’πνευματικό
μιλιταριστή’’), αλλά και κάποτε θα
συκοφαντηθεί και θα κατηγορηθεί άδικα-
χωρίς όμως να χάσει το στρατηγικό στόχο
της αποστολής του: την Ελλάδα.
Ο Κ. Τσάτσος
βλέπει κατά την περίοδο αυτή τον κυνισμό
και τα τελεσίγραφα των ισχυρών, θεωρώντας
τα ανάλογα εκείνων της αρχαίας Αθήνας
προς τους Μηλίους. Από τη θέση αυτή
θεωρούσε ανόητη μια λαϊκίστικη πολιτική
λεκτικής επίδειξης ισχύος που δημιουργούσε
μόνο δυσπιστία στους συμμάχους, όπως
στο θέμα της Κύπρου, πράγμα που τον έκανε
να έρθει σε σύγκρουση όχι μόνο με την
αριστερά, αλλά και με την κεντρώα πολιτική
και τους κεντρώους διανοούμενους.
Ο Τσάτσος
πίστευε πώς η αντιμετώπιση του
κομμουνισμού, που αποτελούσε πρώτο
ζήτημα στην ατζέντα της Δύσης, πρέπει
να στηρίζεται στην άνοδο του βιοτικού
επιπέδου του λαού και να μην περιορίζεται
σε κατασταλτικά μέτρα και στην
αντικομουνιστική προπαγάνδα. Αυτό
δυσαρεστούσε τους πατριδοκάπηλους και
τους ‘’κούφιους λιβανωτούς της αγοραίας
εθνικοφροσύνης’’ έτσι
που όταν η ΕΔΑ έγινε αξιωματική
αντιπολίτευση (1958), του αφαιρέθηκε από
τις αρμοδιότητες του υπουργού προεδρίας
(1959) η αρμοδιότητα της αντικομμουνιστικής
προπαγάνδας. Η αρμοδιότητα αυτή
μεταφέρθηκε εκεί όπου σιγά-σιγά θα
σχηματιζόταν ο θύλακας του παρακράτους,
ο οποίος οδήγησε στην απώθηση από την
εξουσία του Καραμανλή (με τη δολοφονία
του Γ. Λαμπράκη) κι έπειτα στην ανατροπή
(με τους αποστάτες) του Παπανδρέου, μέχρι
που οδηγηθήκαμε τελικά στη στρατιωτική
δικτατορία (1967).
Ο Τσάτσος
πίστευε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ομαλή
κοινοβουλευτική ζωή και δημοκρατία
χωρίς την αριστερά αλλά και χωρίς την
αρχή της πλειοψηφίας. Το 1962, κατά την
πρώτη του ομιλία στις Ακαδημία Αθηνών,
ο Τσάτσος θα μιλήσει για τις αντινομίες του
Πρακτικού λόγου και τη διαφορά ανάμεσα
στο ηθικά νόμιμο και στο πολιτικά νόμιμο.
Την ίδια περίοδο έντονο ενδιαφέρον θα
αποκτήσουν οι σκέψεις του για τους
‘’βασιλικούς άνδρες’’ και ο διάλογος
που θα έχει στο ‘’Νέον Δίκαιον’’
(1962) με τον Αριστόβουλο Μάνεση. Αποφασιστική
μπορεί να θεωρηθεί στο σημείο αυτό η
πρόταση που έχει διατυπώσει στο βιβλίο
του ο Κ. Γιαννόπουλους για τη διαλεκτική
σύνθεση των ιδεών του Καντ και του Μαρξ
στον ελληνικό νομικό χώρο, ήτοι για τη
σύνθεση της ιδεαλιστικής (πλατωνικής
και καντιανής) θεώρησης του δικαίου που
προτείνει ο Τσάτσος με την μαρξιστική
«κοινωνιολογική διαλεκτική μέθοδο
προσέγγισης» που προτείνει ο Μάνεσης.
Ακολουθώντας
πολλές από τις ιδέες των κειμένων της
Σοσιαλιστικής Ένωσης, ο Τσάτσος θα
ετοιμάσει το 1963 το σχέδιο αναθεώρησης
του συντάγματος που ήθελε ο Καραμανλής
με τη λεγόμενη «βαθεία τομή». Αυτό όμως
δεν κατέστη τότε δυνατό, γιατί ο Καραμανλής
(μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη από το
παρακράτος) αναγκάστηκε να φύγει στο
Παρίσι. Επετεύχθη όμως κατά τη
μεταπολίτευση, με το τέλος της Βασιλείας
(1974) και τη σύνταξη του συντάγματος του
1975, το οποίο ο Τσάτσος εκλήθη να υπηρετήσει
ως πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής
Δημοκρατίας (1975-80).
5.ΤΟ ΠΟΛΙΤΚΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ Κ.ΤΣΑΤΣΟΥ
‘’Πλατωνιστής
και ιδεοκράτης ο Τσάτσος’’, γράφει ο
Δημ. Κόρσος, ‘’ανήκει στους ολίγους,
οι οποίοι, μέσα στο σχετικισμό του
αιώνος, φρονούν ακόμη, ότι υπάρχει μια
μεθοδολογία της ορθής πολιτικής σκέψης
και ένας σταθερός απόλυτος σκοπός προς
τον οποίο πρέπει να κατευθύνεται η
πολιτική πράξη’’.
Με την ‘’Πολιτική’’ του και όλο το
συναφές έργο του θέλει να μας κάνει να
πεισθούμε πως είναι δυνατός ένας
εναλλακτικός δρόμος απέναντι στον
κομμουνισμό. Ονόμαζε αυτό το δρόμο
‘’ελεύθερο σοσιαλισμό’’ επειδή
απαιτούσε να συνδυάζει κοινωνική
δικαιοσύνη και ελευθερία.
5.1.
Ελευθερία
Θεμέλιο
στο τρίπτυχο έργο του «Πολιτική» θέτει
ο Τσάτσος την Ελευθερία. Λόγω της
φιλοσοφικής σημασίας του όρου, το πρώτο
δοκίμιο «Ελευθερία και Πολιτεία» που
είχε δημοσιεύσει στο βιβλίο του Ελληνική
Πορεία το 1952 (Α’ έκδοση) θα το
συμπεριλάβει τον τόμο των ‘’Φιλοσοφικών
δοκιμίων’’. Αλλά και στη Β΄ έκδοση του
βιβλίου πάλι με την Ελευθερία ξεκινά,
με το δοκίμιο «Η Ελληνική Ελευθερία» που
γράφτηκε στις αρχές του 1945, λίγες βδομάδες
μετά τα Δεκεμβριανά, «σε μια ώρα μεγάλης
ψυχικής κατάθλιψης και πικρίας».
Ο Τσάτσος
τονίζει ότι η ύπαρξη μιας οποιασδήποτε
ελευθερίας, λ.χ. της κοινωνικής έχει
νόημα αν υπάρχει ελευθερία βουλήσεως,
΄΄αν δηλαδή ο άνθρωπος, αντίθετα με τα
άλλα ζώα, μπορεί να προσδιορίζεται και
από παραστάσεις που έχουν για περιεχόμενο
αφηρημένες έννοιες, δηλαδή νοήματα που
μπορεί να ισχύουν ανεξάρτητα από τη
μεταβλητότητα των αισθητών γεγονότων.
Από εκείνη τη στιγμή ο άνθρωπος μπορεί
να κινείται και από νοητά αίτια, δηλαδή
από αίτια που μπορούν να ισχύουν σε κάθε
χρόνο και χώρο, που γι’ αυτό είναι
ανεξάρτητα από τον καθέκαστο χρόνο και
τον καθέκαστο χώρο, ανεξάρτητα με άλλους
λόγους από τον αισθητό κόσμο. Έρχεται
τότε φυσικά, από αυτά τα αίτια κινούμενος,
σε αντίθεση προς όλες τις επιδράσεις
του αισθητού κόσμου, προς τα βιολογικά
ένστικτα, τα ψυχικά πάθη και τους
ποικίλους κοινωνικούς προσδιορισμούς’’.
Η ανάλυση της έννοιας της ελευθερίας
ξεφεύγει απ’ τους σκοπούς του παρόντος
άρθρου. Ωστόσο να σημειώσουμε ότι για
τον Τσάτσο ‘’Ελευθερία είναι ενέργεια,
δημιουργία ελευθερίας, μέσα σου, γύρω
σου, όπου αναπνέει ένα ον που μπορεί να
γίνει ελεύθερο… Ελευθερία είναι ο
αγώνας για την ελευθερία. Δεν υπάρχει
ως μια κατάσταση αλλά ως μια αδιάκοπη
και επίμοχθη γένεση. Είναι ανεξάντλητη
όπως κάθε ιδέα. Είναι κάτι που πάντα
πρέπει να γίνεται.
Η Ελευθερία, τέλος, ‘’δεν είναι μόνο η
πρώτη ηθική αρχή∙ είναι κάτι πιο πλατύ,
η πρωταρχική μεταφυσική αρχή της ζωής.
Είναι το τελικό «γιατί» όλων των άλλων
άξιων νοημάτων’’.
Επειδή ο
κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός από
τον άλλον, γι αυτό η ελευθερία έχει γένη
και είδη. Η ελληνική ελευθερία, παρατηρεί
ο Τσάτσος, συνάπτεται με το νόμο του
μέτρου «που βάζει όριο σε όλα τα ανθρώπινα,
τιμωρώντας κάθε ανυποταξία στον κανόνα,
κάθε υπερβολή». Η ατομική ελευθερία
έχει τα κοινωνικά όριά της. Η ελευθερία
είναι ορισμός και μέτρο και λόγος. Γιατί:
«Μονάχα εκεί όπου οι θεμελιακές αντινομίες
δαμάζονται κάτω από έναν κανόνα, υπάρχει
ελευθερία στους ανθρώπους, στα έργα,
στις πολιτείες.. Άλλοι ελευθερώνονται
μέσα στο άμετρο. Ο έλληνας μέσα στο
μέτρο».
5.2. Το
έθνος
Το έθνος
τονίζει ο Κ. Τσάτσος δεν είναι απλά μια
οικονομική έννοια, όπως πιστεύει ο
κομμουνισμός, αλλά ‘’μια πολιτιστική
έννοια, ενότητα κοινής παραδόσεως και
κοινών ιδεολογιών’’. ‘’Ο κομμουνισμός,
συνεχίζει ο Τσάτσος, θέλει να υποκαταστήση
τη διαίρεση της ανθρωπότητας σε έθνη
με τη διαίρεσή της σε οικονομικές τάξεις.
Και για να το πετύχη προσπαθεί να μηδενίση
ή να μειώση κάθε τι εθνικό. Ιδίως
προσπαθεί να υποτιμήση την παράδοση,
την μέσα στο χρόνο ανάπτυξη εθνικών
αξιών. Μειώνει ή παραμορφώνει την
ιστορία. Η ιστορία δεν είναι για τον
κομμουνιστή τίποτε άλλο ουσιαστικά
παρά ο αγώνας των οικονομικά αδικημένων
εναντίον των οικονομικών εκμεταλλευτών
τους. Αυτό το ασφαλώς μόνιμο φαινόμενο
σε κάθε κοινωνία ανθρώπων γίνεται το
μοναδικό ουσιαστικό ιστορικό γεγονός
από το οποίο προσδιορίζονται όλα τα
άλλα, ακόμα και ο κόσμος των θεωρητικών
αξιών, η φιλοσοφία, η επιστήμη, οι καλές
τέχνες».
Στο βιβλίο
του Ελληνική πορεία ο Τσάτσος
μας υπενθυμίζει ότι ‘’εις την καθιέρωσιν
της αρχής των εθνικοτήτων, της αρχής
ότι κάθε έθνος έχει το δικαίωμα ή μάλλον
το χρέος να συγκροτηθεί εις ιδίαν
πολιτείαν, κατ’ εξοχήν συνέβαλε, κατά
το πρώτον ήμισυ του παρελθόντος αιώνος
η Ελλάς’’.
5.
3. Ο μαρξισμός
Ο Κ. Τσάτσος
αποδεχόταν τον μαρξισμό ως οικονομική
επιστήμη και το πρόταγμά του για κοινωνική
δικαιοσύνη, τονίζοντας σε κάθε ευκαιρία
πως προϋπόθεση της ελευθερίας είναι η
κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν αναγνώριζε
όμως στον κομμουνισμό το δικαίωμα να
μονοπωλεί τον αγώνα για κοινωνική
δικαιοσύνη, θεωρώντας ότι «Δεν είναι
καμιάς εποχής, καμιάς παράταξης, καμιάς
φιλοσοφίας, καμιάς κοινωνικής θεωρίας
αποκλειστικά, το ιδανικό της δικαιοσύνης.
Και όσοι για να σε θαμπώσουν σου το
παρουσιάζουν σαν το θαύμα του καιρού
μας και σαν το τιμητικό προνόμιο της
παράταξής των, σε απατούν’’.
Παρότι
συμφωνούσε με τον μαρξισμό στο αίτημα
της κοινωνικής δικαιοσύνης, ωστόσο
αντιμαχόταν σφόδρα τον κομμουνισμό
όσον αφορά τη μέθοδο που χρησιμοποιούσε:
την επαναστατική βία, καθώς θεωρούσε
ότι η « οργάνωση της βίας και του μίσους
είναι η χειρότερη μέθοδος για να προκόψει
ο αγώνας της κοινωνικής δικαιοσύνης».
Το δρόμο προς την κοινωνική δικαιοσύνη
πίστευε ότι θα μπορούσε να τον
αντικαταστήσει «ο ψυχρός λόγος του
κλασικού ευρωπαϊκού πνεύματος,
συνδυασμένος με τη σοσιαλιστικότερη
θεωρία του κόσμου, τη χριστιανική’’.
Κι αυτό γιατί: «Από τη στιγμή που
γενικεύτηκε η πολιτική ελευθερία και
απόκτησε ο κάθε πολίτης πολιτική εξουσία,
η ανάγκη της χρησιμοποίησης της βίας
σχεδόν εξαφανίστηκε και η δυνατότητα
όλες οι κοινωνικές κατακτήσεις να
επιτευχθούν δια της δημοκρατικής αρχής
της πλειοψηφίας έγινε το κύριο, το
πρόσφορο μέσο».
Μόνο στην περίπτωση που ο πολίτης
στερείται πολιτικής εξουσίας, παρατηρεί,
είναι αποδεκτή η επαναστατική βία. Όπως
τονίζει: ‘’Ο πολίτης, χωρίς πολιτική
εξουσία, πρέπει να επαναστατήσει για
να επιβληθεί∙ ο πολίτης με πολιτική
εξουσία, για να επιβληθεί, αρκεί να
οργανωθεί και να αγωνισθεί με δημοκρατικά
πολιτικά μέσα. ..Μόνο ένα πράγμα δεν
μπορεί να γίνει χωρίς βία: να απαγορευτεί
στους ελεύθερους ανθρώπους να ασκούν
την πολιτική εξουσία και να αποφασίζουν
όσες θέλουν κοινωνικές και πολιτικές
μεταβολές’’.
5.4.
Εθνικισμός-διεθνισμός, Διεθνής κοινοτική
συνεργασία, Ευρώπη
Κυρίαρχο
ιδεολογικό ζήτημα στον 20 αιώνα στάθηκαν
οι έννοιες του εθνικισμού και του
διεθνισμού. Βεβαίως στις συνθήκες του
μεσοπολέμου αυτό ήταν ουσιαστικό ζήτημα.
Μετά όμως την ήττα του ναζισμού (1945) και
αργότερα την πτώση της ΕΣΣΔ (1989) το
περιεχόμενο των εννοιών άλλαξε. Τα
επιτεύγματα στις μεταφορές, η τεχνική
διασύνδεση μεταξύ των εθνικών τραπεζικών
και χρηματοπιστωτικών μονάδων και
συστημάτων και το σταδιακό άνοιγμα των
συνόρων στη διεθνή αγορά άφησαν την
αντίθεση χωρίς περιεχόμενο. Ο Τσάτσος
θα προσδώσει από νωρίς στις έννοιες το
δικό τους θετικό περιεχόμενο και στην
αντίθεση εθνικισμός-διεθνισμός θα
τοποθετήσει τη διάκριση: ήτοι την ενότητα
και τη διαφορά ανάμεσα στους δυο όρους
στην πορεία της δυναμικής ιστορικής
τους εξέλιξης . Η σχέση μεταξύ εθνικής
πολιτείας και διεθνούς υπερπολιτείας
από την άποψη του δικαίου θα πάρει τώρα
προτεραιότητα στη σκέψη του. Γράφει
σχετικά: ‘’Η αντίθεση διεθνισμός-εθνικισμός,
όπως όλα τα προπαγανδιστικά συνθήματα,
χάνει τη σημασία της, μόλις κοιταχθεί
από λίγο ψηλότερα. Η διεθνής κοινοτική
συνεργασία χρειάζεται τις πολιτείες,
δηλαδή τα οργανωμένα έθνη. Και οι
πολιτείες χρειάζονται πάλι τη διεθνή
τάξη. Όπως το πρόβλημα της σχέσης ατόμου
και πολιτείας βρίσκει τη λύση του σε
μια μέση οροθετική γραμμή, που καθορίσαμε,
έτσι βρίσκει τη λύση του και το πρόβλημα
της εξουσίας μιας υπερ-πολιτειακής
τάξης απέναντι στις πολιτείες.. Οι ίδιες
αρχές της δημοκρατίας και της κοινωνικής
δικαιοσύνης, που αποδείχτηκαν σαν
απόλυτα αιτήματα της κοινωνικής ζωής,
πρέπει να αναγνωριστούν σαν απόλυτες
αρχές που πάντα θα ορίζουν τη ζωή των
εθνών. Η υπερπολιτειακή κοινωνία θα
κυβερνιέται δημοκρατικά.. θα οργανωθεί
κοινωνιστικά, δηλαδή θα έχει κάθε
πολιτεία τις ίδιες υλικές και ηθικές
δυνατότητες προκοπής… Κάθε πολιτεία
θα ρυθμίζει, όπως και κάθε άτομο, αυτόνομα
τη ζωή της’’.
Ο αφανισμός
των εθνών δεν συνιστά για τον Τσάτσο
πρόοδο αλλά υποταγή στον ολοκληρωτισμό,
είτε υπό την ναζιστική μορφή του, είτε
υπό την κομμουνιστική είτε υπό την
κεφαλαιοκρατική. «Διότι», όπως γράφει,
«ο ολοκληρωτισμός γενικώς αρνείται την
έννοιαν της εθνικής πολιτείας και εν
πολλοίς την έννοια του έθνους. Σκοπός
του απώτατος είναι η υποταγή της
ανθρωπότητας εις μιαν ενιαίαν πολιτική
τάξιν και εις ένα ενιαίον τύπον
πολιτισμού».
Και έχουμε πρόσφατα όλοι γνωρίσει ως
πολίτες την αναγκαστική προσαρμογή της
χώρας μας σ΄ αυτόν τον μακρόπνοο σκοπό
μέσα από τα Μνημόνια (2010-2018) της ντροπής
και της εξαθλίωσης.
5.5.
Οικονομική ανάπτυξη
Στηριζόμενος
στις αναλύσεις διακεκριμένων οικονομολόγων
φίλων του, ο Κ.Τσάτσος θα επισημαίνει
επί δεκαετίες πως η «οικονομική
βιωσιμότητα της Ελλάδας δεν είναι ένα
γεγονός, είναι ένα πρόβλημα. Και το
πρόβλημα αυτό δεν έχει λυθεί».
Επεσήμαινε μάλιστα ότι η λύση του
προβλήματος δεν βρίσκεται στο ν΄ αφεθούν
τα πάντα στην ατομική πρωτοβουλία. Όπως
έγραφε: «Οι πολλές και συχνά ύποπτες
συνηγορίες υπέρ του σημαντικότατου
παράγοντα της ατομικής πρωτοβουλίας
δεν πρέπει να μας κάνουν να λησμονούμε,
ότι η οικονομία η σημερινή, με τη διεθνή
της εξάρτηση, έχει ανάγκη από μια
οργανωμένη καθοδήγηση. Δεν μπορεί να
αφεθούμε πια στη σιγαστή λειτουργία
του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης.
Η αποκατάσταση της ισορροπίας είναι
απαραίτητο να γίνει πιο γρήγορα, με την
παρέμβαση του κρατικού παράγοντα» έτσι
ώστε «στον κάθε άνθρωπο να δοθεί η
μεγαλύτερη δυνατή υλική ευρυχωρία, η
μεγαλύτερη δυνατή λύτρωση από τα δεσμά
της υλικής ζωής. Δεν είναι ούτε ηθικό,
ούτε λογικό, το πλεονέκτημα τούτο να το
έχουν λίγοι.. Τέλος η οικονομική δικαιοσύνη
μεταξύ των ατόμων θα τελειωθεί με την
οικονομική δικαιοσύνη μεταξύ των λαών.
Τότε μόνο και θα ολοκληρωθεί»,
δηλ. με τον παγκόσμιο αναδασμό του
πλούτου.
Για την
ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας ο
Τσάτσος θα υπογραμμίσει την ανάγκη για
τον εκσυγχρονισμό του κράτους και την
ποιοτική αναβάθμιση της παιδείας. Για
την παιδεία θα πει: « Η αμάθεια κρατεί
την αποδοτικότητα της εργασίας σε χαμηλό
επίπεδο. Παιδεία δεν είναι μόνο γενικός
όρος για την πραγματοποίηση των σκοπών
της πολιτείας, της ελληνικής ειδικώτερα
πολιτείας∙ είναι και για την προαγωγή
της οικονομικής ζωής απαραίτητος όρος,
όπως και για την προκοπή της κρατικής
μηχανής. Δεν λείπει μόνο η τεχνική
μόρφωση του γεωργού, του κτηνοτρόφου,
του τεχνίτη, του εμπόρου, με αποτέλεσμα
χίλιες δυο ευκαιρίες παραγωγικότητας
να μένουν ανεκμετάλλευτες. Λείπει και
γενική μόρφωση, που είναι και της τεχνικής
μόρφωσης απαραίτητη συνάρτηση, αλλά
και η ίδια όρος αποφασιστικός για να
είναι ο άνθρωπος δημιουργικός κοινωνικός
παράγοντας».
5.6.
Η επιλογή των αρίστων
Ο Κ. Τσάτσος
έβλεπε πως σ’ έναν κόσμο που αλλάζει
δονούμενος από τα άλματα της τεχνοεπιστήμης
και σ’ ένα οικονομικό σύστημα που
λειτουργεί με βάση την απόδοση και τον
ανταγωνισμό, η επιβίωση μιας εθνικής
οικονομίας δεν μπορεί να επιτευχθεί
χωρίς την επιλογή των ικανοτέρων. Ο
τρόπος με τον οποίο κάνουν σήμερα επιλογή
προσωπικού οι πολυεθνικές, τα πιστωτικά
ιδρύματα και οι οίκοι αξιολόγησης μας
επιτρέπει να καταλάβουμε πλήρως τι
πρέπει να κάνουμε και τι σημαίνει
‘’επιλογή των ικανοτέρων’’. Όμως οι
ικανότεροι δεν είναι κατ’ ανάγκη οι
άριστοι. Αυτούς έχει ανάγκη η πολιτεία.
Οι άριστοι είναι δεσμευμένοι ηθικά στην
υπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, στην
επιδίωξη του κοινού αγαθού για την πόλη
και τους πολίτες. Οι άριστοι –οι
διαθέτοντας την ικανότητα της απόδοσης
αλλά και το ηθικό σθένος να ανθίστανται
σε κάθε είδους εκμαυλισμό, πειρασμό και
εξαχρείωση-
αυτοί είναι εκείνοι που πρέπει να
επιλεγούν για την ηγεσία και το πολιτικό
σύστημα αλλά και για τις θέσεις-κλειδιά
στο κράτος και τη διοίκηση. Αυτού του
είδους τους αρίστους είναι που αποκαλεί
ο Κ. Τσάτσος «βασιλικούς άνδρες»∙ και
πιστεύει πως οι άριστοι αυτοί υπάρχουν
στο λαό μας. ‘’Δεν πιστεύομεν’’,
τονίζει, ‘’εις τον ένα, βιολογικώς
μάλιστα, περιούσιον λαόν. Πιστεύομεν
όμως εις την αξιολογικήν διαφοροποίησιν
των λαών και πιστεύομεν ότι το ελληνικός
έθνος, ακόμη σήμερον, διατηρεί εις την
ιστορική του κοίτην νάματα χρυσοφόρα,
ικανά δημιουργικώς να συμβάλλουν εις
την προαγωγήν του ανθρώπου. Ακριβώς δε
διότι είμεθα άξιος λαός, αλλά ευάριθμος,
οφείλομεν να είμεθα περισσότερον
αφωσιωμένοι είς την ιδέαν του έθνους.
Διότι ημείς, ως μικροί, κινδυνεύομεν
περισσότερον να αφανισθώμεν υπό το
βάρος πολυπληθεστέρων λαών, είτε
απορροφούμενοι από τον υψηλόν πολιτισμόν
των, είτε υποκύπτοντες εις την βαρβαρότητά
των».
5.7.
Προστασία της ηθικής και πνευματικής
αυτονομίας
Πρέπει να
έχουμε πάντοτε στο νου μας, τονίζει ο
Τσάτσος, ‘’ότι η εθνική ημών υπόστασις
και η εθνική ημών φυσιογνωμία, σμιλευθείσα
επί τόσους αιώνας, δεν είναι δεδομέναι
και αυτονόητοι. Υπήρξαν έργον ατρήτων
αγώνων της φυλής και μόνον δια νέων
πάντοτε αγώνων θα διαφυλαχθούν, ίνα
παραδοθούν αλώβητοι εις τους
επιγενομένους’’.
Για το λόγο αυτό, «οφείλομεν να
περιφρουρήσωμεν την ηθικήν και πνευματικήν
αυτονομίαν του ανθρώπου, εντός του
εθνικού μας πλαισίου» απομακρυνόμενοι
επ’ ολίγον από το πλήθος και αποζητώντας
στη μοναξιά του ερημίτη τον ετασμό και
το βάθος των πραγμάτων. Συγχρόνως όμως
πρέπει να ανοιχτούμε στον κόσμο και να
ενταχθούμε ‘’εις τα ευρύτερα υπερεθνικά
σχήματα εις τα οποία εισέρχεται με βήμα
γοργόν η ιστορία’’. ‘’Πρέπει να
αντιληφθώμεν’’, σημειώνει, ‘’ότι τα
σχήματα αυτά, διαμορφούμενα κατά τον
πρέποντα τρόπον, δεν αντιτίθενται προς
την εθνικήν και την ανθρωπίνην ελευθερίαν.
Όπως τα άτομα δεν χάνουν αλλά κερδίζουν
ελευθερίαν, εντασσόμενα εις την πολιτείαν,
ούτω και αι πολιτείαι, ιδία αι μικραί
και υλικώς αδύναμοι, θα κερδίσουν
ελευθερίαν και συνεπώς δύναμιν ενεργείας
εντασσόμεναι εις τα ευρύτερα αυτά
σχήματα. Κύριον έργον της πολιτικής μας
τέχνης είναι η ορθή ενταξίς μας εις το
ορθόν σχήμα’’.
5.8.
Γεννήθηκα ευρωπαίος όσο και Έλληνας
«Γεννήθηκα
ευρωπαίος όσο και Έλληνας», γράφει ο
Τσάτσος στη Λογοδοσία μιας ζωής.
‘’Στην Ευρωπαϊκή οικογένεια ανήκει
και η Ελλάς’’, προαναγγέλλει το 1952, ‘’η
μικρή και η ταλαίπωρη, η περασμένη από
τα καυδιανά δίκρανα τεσσάρων αιώνων
δουλείας, και από τις ατελεύτητες
δοκιμασίες, με τις οποίες τη φόρτωσε η
ακριτική της θέση στον ευρωπαϊκό χώρο’’.
Ανάγκη συνεπώς, τονίζει, να καταπολεμηθεί,
κάθε προσπάθεια να αποσπασθεί το ελληνικό
έθνος από τον ευρωπαϊκό κόσμο (‘’από
την οικογένεια των λαών, που πηγάζουν
από τις ίδιες πηγές και λατρεύουν, γύρω
από τους ίδιους βωμούς, τις ίδιες ιδέες’’)
εν ονόματι, ‘’είτε γεωπολιτικών
παρατηρήσεων είτε κοινωνικοοικονομικών
καιρικών θεωριών.
Βεβαίως
δεν δέχεται ο Κ. Τσάτσος τον ευρωπαϊκό
κόσμο όπως είναι σήμερα, δηλ. υποταγμένο
στο κυνήγι του κέρδους και τον υλισμό.
Προσβλέπει «στην ευρωπαϊκήν ανασυγκρότηση
του ευρωπαϊκού κόσμου και στην αναμόρφωση
του μεταφυσικού του στερώματος».
Στο έργο αυτό δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο
στην Ελλάδα, η οποία θα μπορούσε, όπως
πιστεύει (παρ’ όλα τα προπατορικά
αμαρτήματα και τις προαιώνιες αδυναμίες
της), ‘’να εμπλουτίσει αλλά και να
διαπλάσει το ευρωπαϊκό πνεύμα ανάγοντάς
το στο μέτρο και στην εσωτερική ισορροπία
που υπαγορεύεται από την βαθύτερην
ουσία του’’.
Κι ακόμη: ‘’Θα μπορούσε να γίνει το
παραδειγματικό πρόπλασμα της πνευματικής
μορφής προς την οποία πρέπει να κατατείνει
η μεγάλη ευρωπαϊκή ολότητα, ο προπομπός
στην πορεία του σύγχρονου ευρωπαϊκού
κόσμου προς το νέο πολιτιστικό του
σταθμό. Όλοι οι λαοί που διαπλάστηκαν
από το αρχαίο ελληνικό και το χριστιανικό
πνεύμα έχουν χρέος να αναβαπτισθούν σ’
αυτές τις πηγές. Σ’ εμάς όμως προπαντός,
τους μικρούς και ταπεινούς, ανήκει το
βάρος και η τιμή να επαναπατρίσουυμε
το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, φωτισμένο
από το φως της αγάπης και να το στήσουμε
κυρίαρχο απάνω στην ακατεύθυντη και
αποδιοργανωμένη σύγχρονη Ευρώπη. Σ’
εμάς προ παντός ανήκει να υψώσωμε μιαν
ορθοτομούσα τον Λόγον Ελλάδα επάνω από
ένα άπιστο και σοφιζόμενο κόσμο’’.
‘’Σήμανε
η ώρα’’, καταλήγει, ‘’που το διαλεκτικό
εκκρεμές πρέπει να προχωρήσει από την
καταλύουσα αντίθεση προς μια νέα
δημιουργική σταθερή θέση και τελικά
προς μια νέα σύνθεση. Σήμανε να ώρα να
θυμηθούμε ότι το ρεύμα του χρόνου δεν
συμπαρασύρει τα πάντα και ότι επάνω από
τη ροή των πάντων, υπάρχουν οι μη ρέοντες
νόμοι της ροής και οι ακατάλυτες αξίες,
που διατηρούνται αλώβητες μέσα στα
ρέοντα στοιχεία. Μέσα στην αναρχία της
ζωής και της έκφρασης, σήμανε η ώρα να
αναδυθεί η τάξη και το μέτρο, η ηρακλείτεια
παλίντονος αρμονία και απάνω από τα
ερείπια των αναποδογυρισμένων αξιών
να οικοδομηθεί ο νέος ναός. Σήμανε η ώρα
της επανεγκαθιδρύσεως των πρωτείων του
Λόγου, επάνω από όλες τις άλλες αρχές
της ζωής’’.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Μέσα στο
πνευματικό και πολιτικό όραμα του
Τσάτσου μπορούν πιστεύω να αναζητηθούν
οι δρόμοι του μέλλοντος για την Ελλάδα
και την Ευρώπη. Η δυνατότητα μιας όρασης
για ν’ ανακαλύψουμε ξανά τον άνθρωπο
και να μιλήσουμε με την ψυχή του∙ ν’
αξιοποιήσουμε τον πνευματικό μας πλούτο
και ν’ ανακτήσουμε ως πολίτες ξανά την
Πολιτική.
Ανάγκη λοιπόν να ξαναβρούμε τη φιλοσοφία
και να διεκδικήσουμε ό,τι εγχάραξε «ες
αεί» ο Επιτάφιος του Θουκυδίδη: Τη
Δημοκρατία.
ΚΩΣΤΑΣ
Ν. ΤΣΙΑΝΤΗΣ