Share |

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Θανάσης Βακαλιός: ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ-ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ

ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ - ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ
                                       
   Προεισαγωγικά:   επέλεξα να μιλήσω κυρίως  για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, για το πανεπιστήμιο και τη σχέση του με την αγορά. Ωστόσο ενδιάμεσα και προς το τέλος της ομιλίας μου θα προβώ σε μερικές επισημάνσεις σχετικά με το συνολικό πρόβλημα του εκπαιδευτικού μας  συστήματος. Ο προβληματισμός τον οποίο  θα αναπτύξω  εντάσσεται  οργανικά στο πλαίσιο της σχέσης ανάπτυξης και παιδείας, με αναφορά και στο πρόβλημα της οικονομικής κρίσης.

                                                     *   *  *
Οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι και πολιτικοί συμφωνούν ότι η αντιμετώπιση  της οικονομικής κρίσης και των προβλημάτων που αυτή δημιουργεί  συναρτάται με το πρόβλημα της ανάπτυξης. Και δεν υπάρχει κανείς που να μην αναγνωρίζει τον αποφασιστικό ρόλο της παιδείας (και της έρευνας) στην  ανάπτυξη,. Οι διαφορές αφορούν στο μοντέλο ανάπτυξης και στο ρόλο της αγοράς σ αυτή τη διαδικασία. Οι διαφορές εμφανίζονται ιδιαίτερα οξυμένες αναφορικά με τη σχέση παιδείας και αγοράς, με   το ερώτημα αν αυτές οι δυο έννοιες και `αυτές οι δυο πραγματικότητες  αμοιβαία αναιρεί η μία την άλλη.
Σε μια σοβαρή προσπάθεια ερευνητικής προσέγγισης του θέματος θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς την αγορά. Πρόκειται για θεωρητικό ερώτημα, με συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική αναφορά, το οποίο δεν έχει τη σημασία την οποία είχε παλιότερα, όταν η ιστορική διαδικασία μετάβασης σε μια κοινωνία που υπερβαίνει τον καπιταλισμό (σοσιαλισμός - κομμουνισμός) αγνοούνταν ο συντελεστής αγορά. Σήμερα ούτε οι ορθόδοξοι μαρξιστές το υποστηρίζουν αυτό. Οι σημερινοί μαρξιστές μιλούν μόνον για ελεγχόμενη αγορά.
Εμάς εδώ μας ενδιαφέρει το γεγονός ότι στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη η παιδεία χάνει την αυτονομία της. Προσαρμόζεται στις ανάγκες και τους νόμους της αγοράς. Όχι κάποιας απρόσωπης αγοράς, αλλά μιας αγοράς στην οποία παρεμβαίνει άμεσα το προσωποποιημένο ατομικό  και  συλλογικό κεφάλαιο, που λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους του κεφαλαιοκρατικού κέρδους και του ανταγωνισμού. Έτσι, το πρόβλημα της ανάπτυξης κάθε χώρας (του κόσμου) εμφανίζεται ως μέρος του ανταγωνισμού του προσωποποιημένου ατομικού και συλλογικού κεφαλαίου. Και αυτό το φαινόμενο έχει την ιστορία του.

Από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά είχε δρομολογηθεί μια διαδικασία κατάργησης της αυτονομίας της παιδείας η οποία σήμερα τείνει να ολοκληρωθεί. Καταργήθηκε ή καταργείται στις μέρες μας η μεγάλη παράδοση του πανεπιστημίου που είχε ως μοντέλο το universitas (βλέπε το πανεπιστήμιο της Μπολόνια και το πανεπιστήμιο του Παρισιού) της προβιομηχανικής εποχής, με την απόλυτα διακριτή αυτονομία και ανεξαρτησία του.[1]
Τώρα το πανεπιστήμιο μετατρέπεται σε πνευματικό ίδρυμα το οποίο λειτουργεί με τους νόμους της αγοράς ως μια επιχειρηματική μονάδα του οικονομικού συστήματος. Αυτό επιχειρείται σε συνδυασμό με την προσπάθεια δημιουργίας των όρων λειτουργίας του ως μηχανισμού έκφρασης και παραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας της σύγχρονης αστικής τάξης, του κεφαλαίου, χάνοντας την αυτονομία του, ως χώρος έκφρασης της «κριτικής σκέψης σε όλες τις μορφές και τις τονικότητές της... ως πεδίο επιστημονικής και φιλοσοφικής γνώσης το οποίο είναι διακριτό προς τους θεσμούς και τις διαδικασίες των ίδιων των πολιτικών αποφάσεων».[2]
Παρόλα αυτά, ο χώρος της παιδείας μπορεί με τη συνειδητή συντονισμένη παρέμβαση των λειτουργών της (εκπαιδευτικών και μαθητών - σπουδαστών) να αποκτήσει έναν αξιόλογο βαθμό αυτονομίας. Μπορεί η συνειδητή παρέμβαση αυτού του υποκειμενικού παράγοντα να επηρεάσει το περιεχόμενο της παιδείας, να εισάγει ιδέες και αξίες μιας άλλης ιδεολογίας, επηρεάζοντας έτσι την κοινωνική λειτουργία του. Στην προσπάθειά τους αυτή οφείλουν οι δυνάμεις αυτές να λάβουν υπόψη το γεγονός της ένταξης και της εθνικής παιδείας στο ευρύτερο διεθνές πλαίσιο ιδεολογικής χειραγώγησης λαών και ανθρώπων, που υπηρετεί τις επιδιώξεις και τις ανάγκες του κεφαλαίου.
Αυτό δε σημαίνει ότι ο εθνικός χώρος δεν είναι το κύριο πλαίσιο αναφοράς για την παιδεία. Μ’ αυτή την έννοια μπορεί να πει κανείς ότι η παιδεία είναι εθνική υπόθεση - με δεδομένη σε κάθε περίπτωση την αναφορά στη σύνδεσή της με τις διεθνείς και τις παγκόσμιες εξελίξεις, με καθοριστικό συντελεστή σ αυτές την κυριαρχία του κεφαλαίου στον κόσμο.
     Αυτή η ιστορική αλήθεια μας φέρνει ενώπιον του κρίσιμου ερωτήματος για το ρόλο της παιδείας απέναντι στο πρόβλημα του μέλλοντος της χώρας, έχοντας κατά νου ότι στην εποχή μας, το μέλλον κάθε χώρας είναι συνυφασμένο με το μέλλον της καπιταλιστικά παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον..
Μέσα από αυτή την οπτική θα πρέπει να δει κανείς το διπλό ρόλο της παιδείας α) ως αναγκαίου και κρίσιμου, έως αποφασιστικού, συντελεστή (μαζί με την έρευνα) της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και β) ως βασικού, έως αποφασιστικού συντελεστή μορφωτικής αναβάθμισης της κοινωνίας και αναμόρφωσης της εθνικής πολιτιστικής της ταυτότητας.
Σε μια προσπάθεια να προσδιοριστεί το περιεχόμενο και ο ρόλος της παιδείας (της εκπαίδευσης) στην κάλυψη αυτού του διπλού ρόλου της, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί αναγκαίο όρο «κανονικής» λειτουργίας της σύγχρονα οργανωμένης κοινωνίας ως πολιτισμικής οντότητας, με τα διακριτά εθνικά χαρακτηριστικά της, στα πλαίσια ενός παγκοσμιοποιημένου πολυπολιτισμικού κόσμου η οικονομία του οποίου  λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η δυσκολία συνδυασμού αυτών των συντελεστών στην εκπόνηση και στην εφαρμογή μιας αριστερής εκπαιδευτικής πολιτικής (και είναι αυτό που εδώ μας ενδιαφέρει) έχει να κάνει με τον ιστορικό ρόλο της Αριστεράς. Η Αριστερά υπάρχει για να δρομολογήσει και να ηγηθεί την ιστορική διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Αυτός είναι ο ιστορικός λόγος ύπαρξής της ως μιας πολιτικά οργανωμένης δύναμης, με μια κουλτούρα σκέψης που εκφράζει και υπηρετεί αυτόν τον ιστορικό της ρόλο.
Θεωρητικά και πρακτικά η δυσκολία αυτού του κοινωνικό - ιστορικού εγχειρήματος εμφανίζεται επαυξημένη για την Αριστερά που έχει επιλέξει τον κοινοβουλευτικό δημοκρατικό δρόμο μετάβασης στο σοσιαλισμό. Αυτή η Αριστερά θα πρέπει να διαχειριστεί πολιτικά μια ιστορική διαδικασία με πολλές φάσεις. που ­­– στην καλύτερη μάλλον περίπτωση – κάθε μια από αυτές μπορεί να καλύψει μια γενιά.
Στο πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας η εκπαιδευτική της πολιτική αναπόφευκτα θα πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες της οικονομίας που λειτουργεί με τους νόμους και τους όρους του καπιταλισμού, με τους όρους της αγοράς. Σ’ αυτό το πρώτο στάδιο οι ανάγκες της εμπορευματοποιημένης παραγωγής, οι ανάγκες της οικονομίας της αγοράς καθορίζουν σε αποφασιστικό βαθμό το πρώτο σκέλος του δίπολου που οφείλει να υπηρετεί η «αριστερή» εκπαιδευτική πολιτική, η ίδια η παιδεία - εκπαίδευση, η οποία οφείλει να καταρτίζει ανθρώπους που μπορούν να ανταποκριθούν σ’ αυτές τις ανάγκες. Την καλή (παραγωγικά λειτουργική) κατάρτιση τη ζητούν και οι άνθρωποι που επιλέγουν να φοιτήσουν στις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης για λόγους που έχουν να κάνουν όχι μόνο με την εξασφάλιση των όρων μιας οικονομικά αξιοπρεπούς ζωής, αλλά ακόμα και για λόγους κοινωνικής καταξίωσης, που συνδέονται και με τα όνειρά τους για τη ζωή και για την κοινωνική τους αναγνωρισιμότητα. Παιδεία που δεν παρέχει αυτή τη γνώση είναι μια παιδεία η οποία αδυνατεί να λειτουργήσει κοινωνικά.
Αυτό αφορά το πρώτο σκέλος λειτουργίας της παιδείας , δηλαδή την κάλυψη των αναγκών της παραγωγής, των αναγκών της οικονομίας και της κοινωνίας σε εργατικό δυναμικό. Δεν αφορά τη λειτουργία της ως φορέα και πυλώνα πολιτισμού. Το σκέλος αυτό λειτουργίας της έχει περιθώρια σχετικής αυτονομίας, που η αριστερή εκπαιδευτική πολιτική μπορεί να διευρύνει, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα αναγκών με προοδευτικό πρόσημο.
Η αριστερή εκπαιδευτική πολιτική και η ίδια η εκπαίδευση μπορεί να εκφράσει και να καλύψει ένα μεγάλο φάσμα αναγκών που έχουν να κάνουν με την πολιτιστική αναβάθμιση του λαού, της κοινωνίας. Από αυτή την άποψη ο τομέας των ανθρωπιστικών σπουδών μπορεί να διεκδικήσει μεγάλα περιθώρια αυτονομίας. Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτού του σκέλους δεν μπορεί να είναι αδιάφορη με το ρόλο της παιδείας  ως αποφασιστικού συντελεστή στην κάλυψη των αναγκών της οικονομίας και της κοινωνίας σε  ειδικευμένο και καλά καταρτισμένο  εργατικό δυναμικό.    Θα πρέπει να υπάρξει ένας συνδυασμός των δυο ρόλων της εκπαίδευσης. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο εφόσον στη βάση μιας δημιουργικής συνεργασίας των δυο πόλων είναι μια στρατηγική της κοινωνικής προόδου. Η εφαρμογή μιας τέτοιας στρατηγικής από τη «φύση» της περικλείνει το στοιχείο υπέρβασης της αστικής εκπαιδευτικής πολιτικής, μαζί και του χαρακτήρα της αναπτυξιακής της πολιτικής. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι η σύγχρονη αστική τάξη έχει πάψει πλέον να είναι συντελεστής κοινωνικής προόδου.[3].
Βέβαια, κοινωνική πρόοδος χωρίς οικονομική ανάπτυξη είναι αδύνατη και αδιανόητη. Μιλούμε για την ανάπτυξη μιας οικονομίας (και μιας παραγωγής) που λειτουργεί με τους νόμους και τους όρους της αγοράς. Επομένως και μιας εκπαίδευσης (και έρευνας) που εκφράζει αυτές τις ανάγκες και ανταποκρίνεται σ’ αυτές τις ανάγκες. Καταρτίζει ανθρώπους που μπορούν να εργαστούν με τους νόμους και τους κανόνες της εμπορευματικής παραγωγής, με τους νόμους και τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς. Η άποψη ότι στον καπιταλισμό μπορεί να υπάρξει μια «οικονομία των αναγκών» στην οποία υποτάσσεται η αγορά, είναι ανυπόστατη. Στον καπιταλισμό δεν υπάρχουν κοινωνικές ανάγκες που να μην επηρεάζονται, άμεσα ή έμμεσα, περισσότερο ή λιγότερο, από την οικονομία της αγοράς. Και δεν μπορεί να υπάρξει εκπαίδευση που να μπορεί να λειτουργήσει ως μία αυτόνομη δομή ανεξάρτητη από την οικονομία της αγοράς. Δεν μιλώ εδώ για την ύπαρξη παραγωγικών νησίδων (συναιτερισμοί κλπ) που μπορούν να λειτουργήσουν παράλληλα με το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. με τους δικούς τους νόμους και κανόνες και με ισχυρό το στοιχείο της αυτοαναφοράς. Ούτε μιλώ για τη λεγόμενη «Κοινωνική Οικονομία» ή «Κοινωνική, Αλληλέγγυα και Συνεταιριστική Οικονομία», που αποτελεί αντικείμενο διαλόγου μεταξύ ερευνητών. Όμως, ακόμα και αυτό το υποτιθέμενο οικονομικό μοντέλο δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την αγορά. 

Συνοψίζοντας: Στον καπιταλισμό η Αριστερά «οφείλει» να κυβερνά με δεδομένη την οικονομία της αγοράς, τηρώντας τους νόμους και τους κανόνες της, εφαρμόζοντας τη δική της πολιτική: ανατροπή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ανάπτυξη ενός νομικού και θεσμικού συστήματος κεντρικού ελέγχου λειτουργίας της αγοράς και δραστικός περιορισμός της εξουσίας του κεφαλαίου. Δημιουργεί τις πολιτικές, νομικές και θεσμικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή μιας αναπτυξιακής στρατηγικής που στοχεύει και υπηρετεί τη συνολική προσπάθεια προοδευτικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, που εμπεριέχει στοιχεία υπέρβασης του καπιταλισμού. Αυτό είναι δυνατό με τη συνειδητή και στοχευμένη αξιοποίηση της επιστήμης σε όλους τους τομείς λειτουργίας της κοινωνίας. Για το σκοπό αυτό απαιτείται η ριζική μεταρρύθμιση της παιδείας- εκπαίδευσης, η ανάπτυξη του δημιουργικού και κριτικού πνεύματος, η προσφορά γνώσης που καθιστά το λαό δημιουργικό διαχειριστή των υποθέσεών του, των υποθέσεων της κοινωνίας, σε μια δημοκρατική προοδευτική αντίληψη.
Όμως, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ανάπτυξη και η αξιοποίηση της επιστήμης και γενικότερα της γνώσης την οποία παρέχει η εκπαίδευση - παιδεία μπορεί να επιτευχθεί και σε μια αντίληψη που ανταποκρίνεται στις ανάγκες αποτελεσματικής λειτουργίας της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας της αγοράς – λειτουργίας και αναπαραγωγής της εξουσίας του κεφαλαίου. Ήδη, από τη δεκαετία του 1960 λαμβάνεται σοβαρά σε όλες της τεχνολογικά αναπτυγμένες χώρες η «θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου», που βασίστηκε στο βιβλίο του Shultz The economic value of education[4] με το οποίο υποστήριξε ότι η επένδυση στον άνθρωπο για την ανάπτυξη των γνώσεών του, των διανοητικών  εργασιακών του ικανοτήτων είναι αποδοτική επένδυση. Τώρα προβάλλεται το επινοημένο μοντέλο της «Κοινωνίας της Γνώσης» το οποίο έχει βρει απήχηση ακόμα και στο χώρο της αριστεράς. Υποστηρίζεται ότι η ανθρωπότητα έχει ήδη περάσει ή περνά σε μια καινούργια φάση της ιστορίας της, ότι αυτό μπορεί να συμβεί (ή συμβαίνει) χωρίς να απαιτείται η υπέρβαση του καπιταλισμού, με τη μετάβαση στη λεγόμενη «άυλη παραγωγή». . Όμως αυτό θα μπορούσε να είναι θέμα μιας άλλης ομιλίας.
Έτσι, παραμένοντας στα δικά μας, τα σημερινά, θέλω να τονίσω την ανάγκη συνολικής αντιμετώπισης του προβλήματος εκσυγχρονισμού, αναβάθμισης και ανάπτυξης του εκπαιδευτικού μας συστήματος,. Και, βέβαια, αυτό δεν είναι δυνατό χωρίς τη δημιουργία της αναγκαίας πολιτιστικής υποδομής μέσα, γύρω και έξω από την εκπαίδευση (στην ευρύτερη κοινωνία) που να στηρίζει ένα τέτοιο εγχείρημα:

§       Έρευνα στην εκπαίδευση και για την εκπαίδευση. Προβολή των ποιοτικών παραμέτρων έναντι των ποσοτικών στο εκπαιδευτικό και το παιδαγωγικό έργο, λειτουργική δημοκρατία που να αναβαθμίζει και να καθιστά αποδοτικό το συνολικό έργο του σχολείου, ουσιαστική σχέση με το περιβάλλον και τον κόσμο.
§       Χρησιμοποίηση των ΜΜΕ σε ευρεία έκταση και σε βάθος: συνεργασία του σχολείου με προγράμματα (επιστημονικά, εκπαιδευτικά - παιδείας) της Τηλεόρασης, του Ραδιοφώνου και γενικότερα των ΜΜΕ. Και βέβαια τώρα πλέον, όλο και περισσότερο, την ουσιαστική αξιοποίηση του Ιντερνετ, με τις πολλαπλές εκφράσεις και δυνατότητές.
§       Περιοδικά για όλες τις ηλικίες, τα επαγγέλματα και τις μορφωτικές ανάγκες των ανθρώπων και κυρίως επιστημονικά περιοδικά για τη δημιουργία δικής μας επιστημονικής κοινής γνώμης σε πολλά επίπεδα, όχι μόνο στο επίπεδο των ειδικών που και αυτό δεν υπάρχει.
§       Πολιτική βιβλίου και βιβλιοθήκης και πολιτική καλλιτεχνικής ψυχαγωγίας που να στηρίζεται και να υποβοηθά το έργο του σχολείου: θέατρα, σχολές μουσικής, χορού, κινηματογράφος. Ανάπτυξη του σχολικού αθλητισμού με τη δημιουργία και ανάπτυξη των αναγκαίων υποδομών.
§       Αξιοποίηση των πνευματικών κέντρων, των περιφερειακών Πανεπιστημίων για την αναβάθμιση της μορφωτικής και της πολιτιστικής στάθμης της υπαίθρου και των σχολείων της υπαίθρου, κλπ.
Για να κατανοηθεί η σημασία μιας τέτοιας πνευματικής – πολιτιστικής υποδομής θα πρέπει να γίνει κατανοητός ο ρόλος του συνειδησιακού παράγοντα στην εποχή μας. Να γίνει κατανοητό ότι χωρίς τη σταθερή και σωστά αρθρωμένη παρέμβαση του συνειδησιακού παράγοντα δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανάπτυξη, με την έννοια της κοινωνικής προόδου, δηλαδή για τη μετάβαση σε ριζικά καλύτερες συνθήκες ζωής για τους λαούς, για τους ανθρώπους. Ο ρόλος του συνειδησιακού παράγοντα είναι περισσότερο αυξημένος στις χώρες που η βιομηχανική τους υποδομή και το σύστημα των οικονομικο-κοινωνικών σχέσεων, η τεχνική κουλτούρα, η κουλτούρα εργασίας και ο τρόπος ζωής των ανθρώπων δεν περικλείνουν κατ’ ανάγκη το κίνητρο της ανάπτυξης, της αλλαγής. Αυτό αφορά τη χώρα μας, σε μεγάλο βαθμό.
Η συνειδητή παρέμβαση της οργανωμένης κοινωνίας στην πορεία των γεγονότων προϋποθέτει τη γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας στο σύνολό της, στη δομή της και σε όλες τις πτυχές της που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ατόμων και των ομάδων ατόμων. Όμως θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε. Γνωρίζουμε αρκετά, σε όλο της το βάθος και τις μορφές έκφρασης την ελληνική πραγματικότητα που θέλουμε να αλλάξουμε;
Είναι διάχυτη η άποψη στους κύκλους των επιστημόνων που διερευνούν την ελληνική πραγματικότητα ότι οι γνώσεις μας γι’ αυτή παρουσιάζουν μεγάλες ελλείψεις, μεγάλα κενά. Αυτό αφορά περισσότερο τα φαινόμενα και τις συσχετίσεις με τις οποίες ασχολείται η εκπαιδευτική και παιδαγωγική  κοινωνιολογική και η ψυχολογική έρευνα., που στη χώρα μας είναι ασήμαντη και κυρίως ασυντόνιστη. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει, λοιπόν, είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, η διερεύνηση του ελληνικού χώρου, με το ερώτημα ποιοι είμαστε, που βρισκόμαστε, ποια η θέση μας στο σημερινό κόσμο. Χρέος μας είναι η ανάδειξη όλων των πτυχών της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας.
Αυτό δεν έχει γίνει ως τώρα συντονισμένα ούτε και τώρα γίνεται, παρά μόνο αποσπασματικά από ευκαιριακές ομάδες εργασίας ή από μεμονωμένους ερευνητές σε τελείως ατομική βάση. Αυτό οφείλεται:
  α) στο γεγονός ότι δεν υπάρχει σαφής αντίληψη για τη σημασία μιας τέτοιας συντονισμένης και σταθερής ερευνητικής δραστηριότητας ως προϋπόθεση για τη σύγχρονη οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας, σε συνάρτηση με το πρόβλημα της ανάπτυξης που είναι το σημαντικότερο για την ύπαρξή μας ως ζωντανού κυττάρου στο σύγχρονο κόσμο,
β) δεν υπάρχει πολιτική βούληση σχετικά με αυτή την πρόταση. Οι δαπάνες για την έρευνα εξακολουθούν να βρίσκονται σε απαράδεκτα χαμηλό επίπεδο, καθώς επίσης και οι δαπάνες για την παιδεία. Ακόμα υστερούμε και στην ορθολογική αξιοποίηση αυτής της δαπάνης,
γ) εξάλλου, στο μεγαλύτερό τους βαθμό, μένουν ανεκμετάλλευτες από την πολιτεία έρευνες και μελέτες που αναφέρονται στην ελληνική κοινωνία και παιδεία. Αυτό έχει να κάνει και με το γεγονός ότι στη χώρα μας υπάρχει έλλειψη ενδιαφέροντος για συλλογική έρευνα με θεωρητικό πρόσημο, που βασίζεται στην ανάλυση πραγματικών δεδομένων, πραγματικών κοινωνικών καταστάσεων και κοινωνικών αναγκών, προσεγγιζόμενες μέσα από τη δυναμική τους.
Εκτιμώ  ότι η αποσπασματικότητα και η ρηχότητα που χαρακτηρίζει τις προσεγγίσεις και την αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών μας θεμάτων, έχουν σχέση:  α) με τη μη κατανόηση της αλήθειας, σε όλο  το βάθος και την έκτασή της, ότι το εκπαιδευτικό μας πρόβλημα συναρτάται με το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας, η οποία, κατά τη γνώμη μου, έχει ανάγκη από ένα μοντέλο συνολικής ανάπτυξης,  β) με τον  εμπειρισμό και τη ρητορική προσέγγιση των προβλημάτων, γ)  με την έλλειψη συντονισμού των ενεργειών σε σταθερή βάση, δ) με την έλλειψη σταθερής αποτελεσματικής διαχείρισης του χρόνου, με την έλλειψη κουλτούρας προγραμματισμού. Αυτό, κατά τη γνώμη μου,  είναι τα αδύνατα σημεία της πέραν του ΚΚΕ αριστεράς. Και το σημαντικότερο, την έλλειψη κοινού ιδεολογικού πλαισίου, την έλλειψη σαφούς ιδεολογικού στίγματος. Μιλώ εδώ ειδικά για το ΣΥΡΙΖΑ.
Κλείνοντας την ομιλία μου θα πρέπει να πω ότι,  από έλλειψη χρόνου, δεν είχα τη δυνατότητα να αναπτύξω ως αυτόνομο θέμα τη σχέση αγοράς και παιδείας στον καπιταλισμό. Αυτή η προσέγγιση  για την εκπαιδευτική φιλοσοφία της αριστεράς έχει ιδιαίτερη σημασία. Η αναφορά στη λογική της καπιταλιστικής αγοράς επιτρέπει την  ανάδειξη και ανάπτυξη του ιδεολογικά κρίσιμου  θέματος του φαινόμενου της αλλοτρίωσης. Πρόκειται για θέμα  το οποίο χρήζει  μιας σχετικά αυτόνομης προσέγγισης  με αναφορά και στη νέα πραγματικότητα που δημιουργείται με την ανάπτυξη της λεγόμενης «άυλης παραγωγής», αλλά και των αναγκών της καταναλωτικής κοινωνίας, ως δομικού στοιχείου της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς

                                                                           ΤΕΛΟΣ

[1] Για τις διαδικασίες και τους τρόπους άλωσης του universitas, αλλά και για τις αντιδράσεις σ αυτή την εξέλιξη, βλέπε τη σημαντική μελέτη του καθηγητή Σπύρου Ράση, με τον τίτλο «Τα πανεπιστήμια χθες και σήμερα», εκδόσεις Παπαζήσης, 2004.
[2] Κώστας Σταμάτης, Δέκα θέσεις για καλή ανώτατη παιδεία. Παιδεία και Κοινωνία, ένθετο της εφημερίδας Αυγή, 24.7.2011.
[3] Βλέπε στο βιβλίο μου Είναι καπιταλισμός συμβατός με την ηθική;, το κεφάλαιο με τον τίτλο Κεφάλαιο και κοινωνική πρόοδος, Εκδόσεις Νήσος και Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2014.
[4] Shultz Th. W., The economic value of education. Columbia University Press, 1964. Μια σύντομη περιεκτική παρουσίαση των πλεονεκτημάτων για την παραγωγή από την εφαρμογή της, αλλά και την κριτική της υπάρχει στο βιβλίο μου Θέματα κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, εκδόσεις Παρατηρητής (τώρα Επίκεντρο) Πρώτος τόμος, σελ 18-20. Για το ρόλο της επιστήμης και της παιδείας, σε σχέση με την παραγωγή και την οικονομική ανάπτυξη, βλέπε όλο το δεύτερο και το τρίτο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου