Το ποίημα του Παρμενίδη ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ γράφεται σε μια εποχή όπου επιστήμη
και φιλοσοφία ψάχνουν κι αναζητούν το δρόμο τους, την ταυτότητα και τη διαφορά
τους. Ο Παρμενίδης, φιλόσοφος και κοσμολόγος συνάμα (είναι αυτός που ανακάλυψε
πως ο αποσπερίτης κι ο αυγερινός είναι το ίδιο αστέρι), διαθέτει προσωπική
βιωματική εμπειρία του διαφορετικού τρόπου με τον οποίο τίθεται και διερευνάται το ζήτημα της
αλήθειας, του διαφορετικού τρόπου με τον οποίο προσλαμβάνεται το ον από τους θηρευτές της γνώσης και της σοφίας.
Η θεμελιώδης αυτή διαφορά αποτυπώνεται
με λίγες λέξεις στο προίμιο του ποιήματος, όπου
σε πρώτο πρόσωπο ο Παρμενίδης λέει: «Ίπποι που
με φέρνουν, μέχρι εκεί που μπορεί να φτάσει ο πόθος, μ’ έπεμπαν, καθώς στην οδό
μ’ έβαλαν την πλέρια φανερωτική της θεάς (μ’
ἐς ὁδὀν πολύφημον ἄγουσαι δαίμονος, απ.1,2), η οποία
φέρνει σ’ όλες τις πόλεις της γνώσης τα φώτα (ἥ κατά πάντ’ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα, απ.1,3). «Πάνω σ’ αυτή φερόμουν˙ γιατί σ’ αυτή με
μετέφεραν οι πολύφρονες φοράδες σέρνοντας το άρμα, ενώ οι θυγατέρες του ήλιου (ἡλιάδες κοῦραι) ηγεμόνευαν την οδό».
Πάνω στην οδό της
αλήθειας φερόμενος λοιπόν από το πάθος του ο Παρμενίδης, την εμπειρία πρώτα
αποκτά της νύχτας και της μέρας (του φαίνεσθαι/ των αντιθέσεων/ της
δόξας), η οποία τον οδηγεί στο πρώτο πνευματικό επίτευγμα-σταθμό: στην κοσμική φυσική τάξη, στην πολύποινο Δίκη, η οποία
κυβερνά τις Πύλες της Νύχτας και της Μέρας, καθώς αυτή κρατάει τα εναλλάσσοντα κλειδιά (κληῖδας ἀµοιβούς)-τον κύκλο της διαδοχής Νύχτας και
Μέρας. Αναζητώντας έτσι την αλήθεια,
ο Παρμενίδης, συναντά και καταφάσκει
πρώτα τη σημασία της επιστήμης. Όμως η επιστήμη αφορά τον κόσμο της γένεσης
και της φθοράς (της δόξας/ των φαινομένων). Ο σταθμός αυτός δεν ικανοποιεί τις
απορίες του[i], καθώς διακατέχεται από τον
πόθο να πάει πιο πέρα-πιο πέρα από την
επιστήμη και από τον τρόπο του σκέφτεσθαι που τη συνοδεύει ή την υπαγορεύει. Έχει
όμως κάποιο συνομιλητή σ΄αυτή του την απορία, σ’ αυτό του τον πόθο; Τον καταλαβαίνει κανείς ή είναι μόνος; Θα του επιτρέψει η Δίκη (ο φύλακας
της φυσικής τάξης) να πάει πάρα πέρα;
(Ευτυχώς δεν είχε ακόμα γεννηθεί
ο Νανόπουλος) «Και οι κόρες του Ήλιου [λες και διέγνωσαν τον
πόθο του], απευθυνόμενες
με λόγια ήπια στη Δίκη και καλοπιάνοντάς την, την έπεισαν να απωθήσει τον
στεριωµένο µε πάσσαλο µοχλό αµέσως από τις πύλες (απ.1,15-16)» Και η Δίκη συμφώνησε κι’ έβγαλε τον μοχλό από
τις πύλες. «Κι αυτές στα θυρόφυλλα ΧΑΣΜΑ αχανές ποίησαν καθώς διάπλατα ανοίγαν,
τους πολύχαλκους άξονες στρέφοντας διαδοχικά μέσα στις τρύπες τις συνδεδεμένες
με καρφιά και πρόκες (ταί δε θυρέτρων χάσµ’
ἀχανές ποίησαν ἀναπτάµεναι
πολυχάλκους ἄξονας ἐν σύριγξιν ἀµοιβαδόν εἰλίξασαι γόµφοις καί
περόνησιν ἀρηρότε, απ.1, 17-20)». Έτσι, χάριν της αλήθειας και χάρις
στη Δίκη, μια άλλη θέαση (τρόπος του νοείν) και μια αλήθεια πιο θεμελιακή τίθεται
προς αναζήτηση μέσα από το χάσμα: «Μέσα απ’ το χάσµα αυτό ευθύς πέρασαν οι κόρες οδηγώντας άρμα και ίππους και βγήκαν
κατευθείαν στον αμαξιτό» [στη μεγάλη δημόσια οδό που οδηγούσε στη
θεά] (τῇ ῥα δι’ αὐτέων ἰθύς ἔχον κοῦραι κατ’ἀμαξιτόν ἅρμα και ἵππους, απ.1, 20-21). Στη
θεά που είχε τρόπο θέασης/πρόσληψης όχι μόνο του γενημμένου αλλά και του
απάτωρος/ αγέννητου εόντος και ήταν έτοιμη να ομολογήσει την αλήθεια και το
νόημα αυτού.
Σ΄αυτή τη διαφορά (που
αφορά τη διάνοιξη του νοείν στην πρόσληψη του απάτωρος εόντος) βρίσκεται, κατά
τη γνώμη μας, το κοινό (ανεξερεύτητο ακόμα ίσως) θεμέλιο ανάμεσα στην
Παρμενίδεια οντολογία και τη χριστιανική
Ορθοδοξία που ομολογούν και δοξάζουν το θαύμα της ζωής και το θαύμα όλων
των θαυμάτων, το συμβάν: έστι γάρ είναι.
Στο κλειστό δωμάτιο, πάνω
στο τραπέζι,
δίχως ποτέ να μπει
κανείς,
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
στέκει
σκορπώντας κάθε αυγή
για σένα τ’ άρωμά του.
Η θεμελιώδης αυτή διαφορά
παραμένει δυστυχώς άδηλη κι ασχολίαστη σε όλες σχεδόν τις ερμηνείες και
μεταφράσεις του ποιήματος (όπως αυτή που πρόσφατα διαβάζουμε στην ελληνική
μετάφραση της Ιστορίας της φιλοσοφίας
των Umberto Eco και Riccardo Fedriga). Όμως χωρίς απελευθέρωση του σκέπτεσθαι από
τα ποικιλώνυμα εξουσιαστικά a-priori είναι αδύνατο να συναντήσει κανείς το ον και τα πρόσωπα, που χάθηκαν κι εξαερώθηκαν
μέσα στον α-πολιτισμό και ολοκληρωτισμό της δύναμης, αφήνοντάς μας πίσω τους ως παρηγορία τις ψυχρές καμπυλώσεις του χωροχρόνου.
6-4-2018 (Μ. Πέμπτη)
[i] Σύμφωνα με τους Kirk- Raven-Schofield, «Ο Παρμενίδης
θέλει να εγκαταλείψει τον γνώριμο κόσμο της καθημερινής εμπειρίας, όπου η νύχτα
εναλλάσσεται με τη μέρα, (εναλλαγή που διέπεται -όπως θα συμφωνούσε ο
Αναξίμανδρος (110)- από το νόμο ή τη «δικαιοσύνη»). Αρχίζει λοιπόν την
πνευματική πορεία, που τον οδηγεί στην υπερβατική κατανόηση της αμετάβλητης
αλήθειας, αλλά και των πρόσκαιρων ιδεών των θνητών», Δες Kirk- Raven-Schofield Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (Μετφ. Δ.
Κούρτοβικ), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1990, σ. 251.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου