Share |

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Byzantine chant - Δεύτε λαοί- ΓΕΝΝΕΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ





Ἦχος β'
Δεῦτε λαοί, ᾄσωμεν ᾆσμα Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῷ διελόντι
θάλασσαν, καὶ ὁδηγήσαντι, τὸν λαὸν
ὃν ἀνῆκε, δουλείας Αἰγυπτίων, ὅτι δεδόξασται».


Δεῦτε πιστοί, Πνεύματι θείῳ γηθόμενοι, τὴν
ἐξ ἀκάρπου σήμερον, ἐπιδημήσασαν,
εἰς βροτῶν σωτηρίαν, ἀειπάρθενον
Κόρην, ὕμνοις τιμήσωμεν.


Χαῖρε σεμνή, Μήτηρ καὶ δούλη Χριστοῦ τοῦ
Θεοῦ, ἡ τῆς ἀρχαίας πρόξενος,
μακαριότητος, τῶν ἀνθρώπων τῷ γένει,
σὲ πάντες ἐπαξίως, ὕμνοις δοξάζομεν.


Ἡ τῆς ζωῆς, τίκτεται σήμερον γέφυρα,
δι' ἧς βροτοὶ ἀνάκλησιν, τῆς καταπτώσεως,
τῆς εἰς ᾍδου εὑρόντες, Χριστὸν τὸν
ζωοδότην, ὕμνοις δοξάζουσιν.



Ἦχος πλ. δ'
Χορευέτω πᾶσα κτίσις,
εὐφραινέσθω καὶ Δαυΐδ, ὅτι ἐκ φυλῆς
αὐτοῦ, καὶ ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ,
προῆλθε ῥάβδος, ἄνθος φέρουσα τὸν
Κύριον, καὶ λυτρωτὴν τοῦ παντός.


Ἡ Ἁγία τῶν Ἁγίων, ἐν ἁγίῳ ἱερῷ βρέφος
ἀνατίθεται, ἀνατραφῆναι ἐκ χειρὸς
Ἀγγέλου· πάντες οὖν πιστῶς συνεορτάσωμεν,
ἐν τῇ γεννήσει αὐτῆς.


Στεῖρα ἄγονος ἡ Ἄννα, ἀλλ' οὐκ ἄτεκνος Θεῷ·
ἤδη γὰρ προώριστο, ἐκ γενεῶν ἁγνῆς
Παρθένου Μήτηρ· ὅθεν ὁ τῆς κτίσεως
ἐβλάστησε, Κτίστης ἐν δούλου μορφῇ.


Σὲ τὴν ἄσπιλον ἀμνάδα, τὴν τὸ ἔριον
Χριστῷ, μόνην ἐκ κοιλίας σου
προσαγαγοῦσαν, τὴν ἡμῶν οὐσίαν,
πάντες ἐκ τῆς Ἄννης τικτομένην σε,
ὕμνοις γεραίρομεν.

Δόξα...
Τρία ἄναρχα δοξάζω, τρία ἅγια ὑμνῶ, τρία
συναΐδια, ἐν οὐσιότητι μιᾷ κηρύττω·
εἷς γὰρ ἐν Πατρὶ Υἱῷ καὶ Πνεύματι,
δοξολογεῖται  Θεός.

Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Τὶς ἑώρακε παιδίον, ὃ οὐκ ἔσπειρε πατήρ,
γάλακτι τρεφόμενον; ἢ ποῦ τεθέαται
παρθένος Μήτηρ; Ὄντως ὑπὲρ ἔννοιαν
ἀμφότερα, Θεογεννῆτορ ἁγνή
.


Ἦχος β'

«Ἡ τὸν πρὸ ἡλίου φωστῆρα, τὸν Θεὸν
ἐξανατείλαντα, σωματικῶς ἡμῖν
ἐπιδημήσαντα, ἐκ λαγόνων παρθενικῶν,
ἀφράστως σωματώσασα, εὐλογημένη
πάναγνε, σὲ Θεοτόκε μεγαλύνομεν».


Ὁ τοῖς ἀπειθοῦσι λαοῖς, ἐξ ἀκροτόμου
βλύσας νάματα, τοῖς εὐπειθοῦσιν
ἔθνεσι χαρίζεται, ἐκ λαγόνων στειρωτικῶν,
καρπὸν εἰς εὐφροσύνην ἡμῖν, σὲ
Θεομῆτορ ἄχραντε, ἣν ἐπαξίως μεγαλύνομεν.


Τὴν τῆς ἀποτόμου ἀρχαίας, ἀναιρέτιν
ἀποφάσεως, καὶ τῆς Προμήτορος τὴν
ἐπανόρθωσιν, τὴν τοῦ γένους τῆς πρὸς
Θεὸν αἰτίαν οἰκειώσεως, τὴν πρὸς
τὸν Κτίστην γέφυραν, σὲ Θεοτόκε μεγαλύνομεν.


Ἦχος πλ. δ'

Ἐπάξιον Θεομῆτορ τῆς σῆς ἁγνείας, τὸν τόκον
ἐκληρώσω δι᾿ ἐπαγγελίας· τῇ ποτὲ
γὰρ ἀκάρπῳ, θεόβλαστος καρπὸς ἐδόθης·
διὸ σε πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς, ἀπαύστως
μακαρίζομεν.


Πεπλήρωται τοῦ βοῶντος ἡ προφητεία, φησὶ γάρ·
Ἀναστήσω σκηνὴν τὴν πεπτωκυῖαν, τοῦ
ἱεροῦ Δαυΐδ, ἐν σοί, Ἄχραντε
προτυπωθεῖσαν, δι᾿ ἧς ὁ σύμπας τῶν
ἀνθρώπων χοῦς, εἰς σῶμα ἀνεπλάσθη Θεῷ.


Τὰ σπάργανα προσκυνοῦμέν σου Θεοτόκε,
δοξάζομεν τὸν δόντα καρπὸν τῇ πρώην
στείρᾳ, καὶ ἀνοίξαντα μήτραν, τὴν
ἄγονον ἐκ παραδόξου· ποιεῖ γὰρ πάντα
ὅσα βούλεται, Θεὸς ὢν παντεξούσιος.


Ἐβλάστησας νυμφοτόκε Ἄννα θεόφρον, ἐκ μήτρας
παρ᾽ ἐλπίδα, καὶ ἐξ ἐπαγγελίας,
παρθενόφυτον ἄνθος, θεόβλαστον ἁγνείας
κάλλος· διὸ σε πάντες μακαρίζομεν,
ὡς ῥίζαν τῆς ζωῆς ἡμῶν.

Δόξα...
Ἀλλότριον τοῖς ἀνόμοις ἐστὶ δοξάζειν, τὴν
ἄναρχον Τριάδα, Πατέρα καὶ Υἱόν τε,
καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν ἄκτιστον
παγκρατορίαν, δι᾿ ἧς ὁ σύμπας κόσμος
ἥδρασται, τῷ νεύματι τοῦ κράτους αὐτῆς.

Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Ἐχώρησας ἐν γαστρί σου Παρθενομῆτορ, τὸν ἕνα
τῆς Τριάδος Χριστὸν τὸν Βασιλέα, ὃν
ὑμνεῖ πᾶσα κτίσις, καὶ τρέμουσιν οἱ
ἄνω θρόνοι· αὐτὸν δυσώπει πανσεβάσμιε,
σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019

Λάμπρος Κουλουμπαρίτσης* : Το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης στην εποχή της τεχνικοοικονομικής ανάπτυξης

Το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης στην εποχή της τεχνικοοικονομικής ανάπτυξης 
Λάμπρος Κουλουμπαρίτσης*
Καθηγητής Πανεπιστημίου Βρυξελλών (ULB)

Σε έναν κύκλο διαλέξεων γύρω από τη ζωή, ένα θέμα όπως η ανθρώπινη ύπαρξη είναι σημαντικό όχι όμως και εύκολο. Πόσο μάλλον αφού ο φιλοσοφικός λόγος -όταν πραγματεύεται σε Βάθος ένα θέμα- είναι πολλές φορές δυσνόητος, στρυφνός ή ακόμη, όπως υποστηρίζουν πολλοί, σκοτεινός. Φοβούμαι λοιπόν μήπως δεν γίνω πάντοτε κατανοητός. Θα προσπαθήσω όμως να είμαι σαφής ως προς τις ιδέες, εφόσον -στο μέτρο που μπορώ- σκοπεύω να αποφύγω προσεγγίσεις με τεχνικούς φιλοσοφικούς όρους. 
* Ο Λάμπρος Κουλουμπαρίτσης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών (ULB), όπου διδάσκει φιλοσοφία. Είναι επίσης τακτικό μέλος της βελγικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και επίτιμος διδάκτωρ τεσσάρων Πανεπιστημίων (Οράντεα, Λιέγης, Αθηνών και Κρήτης). 'Εχει δημοσιεύσει πέντε 6ι6λία και πάνω από εκατόν εξήντα μελέτες. Η Ιστορία της αρχαίας και μεσαιωνικής φιλοσοφίας που δημοσίευσε ο παρισινός εκδοτικός οίκος Grasset (1998) μεταφράζεται σία ελληνικά και θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Εξάντας. Ο τίτλος του τελευταίου Βιβλίου του είναι Η εγγύτητα και το ζήτημα του ανθρώπινου πόνου (Ousia, Βρυξέλλες, 2005). 
87 


Ο φιλόσοφος Εμμανουήλ Καντ, όταν έθεσε τις τρεις πολυφημισμένες ερωτήσεις σχετικά με τη γνώση, την πράξη και την ελπίδα, δηλαδή Τι γνωρίζω; Τι πράπω; Τι μπορώ να ελπίζω; πρόσθεσε και μία τέταρτη: Τι είναι ο άνθρωπος; Παρόλο που ο Καντ παραμελεί μέχρι ενός σημείου την ερώτηση που αφορά το ποιείν (δηλαδή Τι δημιουργώ; την οποίαν είχαν θέσει καθαρά πρώτοι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και η οποία θα μας απασχολήσει στη συνέχεια), διακρίνει εύστοχα την κεντρική θέση που κατέχει ο άνθρωπος στη φιλοσοφία. Βρισκόμαστε 6έ6αια κοντά στην εποχή μας, μετά από την Αναγέννηση, που ανέδειξε τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα των φιλοσοφικών στοχασμών σε 6άρος της θεοκεντρικής αντίληψης του Μεσαίωνα. Επιπλέον, παρόλο που ο Καντ -όπως και άλλοτε ο Αριστοτέλης- δεν είχε ενδοιασμούς ως προς την αξία της θεολογικής σκέψης, δεν δίστασε να αξιοποιήσει σχεδόν αποκλειστικά την ανθρώπινη ύπαρξη έξω από κάποια μορφή θεολογικής δογματικής όπως συνηθιζόταν στον Μεσαίωνα. Εκεί όμως όπου ο Αριστοτέλης, πρωτεργάτης της ηθικής ως πρακτικής επιστήμης, προβάλλει τη φρόνηση σε σχέση με ένα είδος ανθρώπου, τον φρόνιμο, τον οποίον καθορίζει ως μοντέλο των αγαθών πράξεων προς όφελος του συνόλου, ο Καντ επιμένει κυρίως στην άποψη της ηθικότητας διατυπώνοντας οικουμενικά αποφθέγματα που αφορούν κυρίως την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, όπως η αρχή που υποστηρίζει ότι δεν πρέπει ποτέ να μεταχειριζόμαστε τον άνθρωπο ως μέσο. 
Όλες αυτές οι προσπάθειες είναι αναμφισβήτητα αξιοθαύμαστες και σφράγισαν την ιστορία της φιλοσοφίας με την πιο θεαματική και διαρκή συνεισφορά τους, τουλάχιστον -όπως θα δούμε- μέχρι να αναδυθεί μια καινούρια πραγματικότητα, άγνωστη στις εποχές του Αριστοτέλη και του Καντ: η τεχνικοοικονομική δομή του κόσμου. Όμως, και πέρα από αυτό το ζήτημα, τα πράγματα δεν είναι απλά, γιατί όπως δεν μπορούμε ακόμα να απαντήσουμε στο ερώτημα Τι είναι η ζωή; παρά τις προόδους της σύγχρονης επιστήμης, αντιμετωπίζουμε την ίδια αδυναμία αναφορικά με τον άνθρωπο. Αυτό δεν μας εμποδίζει φυσικά να διαπιστώνουμε ότι η ζωή υπάρχει και οι έρευνες στη βιολογία εξελίσσονται ραγδαία με απρόβλεπτες επιπτώσεις για την ύπαρξη μας στο μέλλον. Δημιουργήσαμε μάλιστα κι έναν κλάδο της ηθικής, τη βιοηθική, 
88

πολύ της μόδας θα έλεγα, αν δεν τον θεωρούσα απαραίτητο για τη διευθέτηση των νέων προβλημάτων που προκαλούν οι καινούριες τεχνολογίες και οι έρευνες πάνω στη ζωή. 
Παρόμοιο πρόβλημα με εκείνο της ζωής παρουσιάζεται και για τον άνθρωπο. Ως άνθρωποι υπάρχουμε, δημιουργήσαμε και δημιουργούμε πολιτισμούς και προχωράμε ραγδαία προς την κατάκτηση κάποιου χώρου στο σύμπαν, όσο μηδαμινός κι αν είναι αυτός. Και διαπιστώνουμε ότι η πιο πρόσφατη φάση της εξέλιξης μας σχετίζεται με την τεχνολογική επανάσταση, με την καθίδρυση τεχνικοοικονομικής δομής, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την παγκοσμιοποίηση. Βέβαια, υπάρχει πρώτα απ' όλα η οικονομική παγκοσμιοποίηση, την οποία προσπαθούμε, αντιμετωπίζοντας πολλά εμπόδια, να μετατρέψουμε και να μεταμορφώσουμε και σε κοινωνική, περιβαλλοντολογική και πολιτισμική παγκοσμιοποίηση. Όπως θα δούμε όμως, η συνύπαρξη αυτή δεν είναι ούτε αυτόματη ούτε αυτονόητη. 
Τα στοιχεία αυτά δεν μας δίνουν όμως ακόμα απάντηση στην ερώτηση Τι είναι η ζωή; Ίσως μάλιστα το πρόβλημα της ζωής να είναι άλυτο, ώστε να μην μπορέσουμε ποτέ να απαντήσουμε σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Την αδυναμία μας αυτή τη συνοδεύει ένα παράδοξο. Από καιρό τώρα η φιλοσοφία έχει εγκαταλείψει κάποια παλιά αντικείμενα μελέτης της, όπως τη φύση και τον κόσμο, που έχουν κατακτηθεί από τις θετικές επιστήμες, καθώς επίσης και τον Θεό ή τους θεούς, οι οποίοι μελετούνται από τους θεολόγους ή τους θρησκειολόγους. Η πορεία της δίνει την εντύπωση πως, με την πάροδο του χρόνου, ο μόνος χώρος που της απέμεινε είναι ο άνθρωπος. Όπως είδαμε, πρώτος ο Καντ συνειδητοποίησε αυτή τη στροφή. Ωστόσο, διαπιστώνουμε σήμερα ότι και ο προσανατολισμός της αυτός, που έρχεται σε αντιπαράθεση με την αδυναμία μας να δώσουμε απαντήσεις σχετικά με το τι είναι ο άνθρωπος, πρέπει να μας προβληματίσει γιατί και ο άνθρωπος ως αντικείμενο μελέτης ξεφεύγει συνέχεια από τη φιλοσοφία. Πράγματι, οι καινούριοι αντίπαλοι που αντιμετωπίζει προέρχονται από το πεδίο της γνώσης που ονομάζουμε ανθρωπιστικές επιστήμες, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν την ανθρωπολογία, την κοινωνιολογία, την ψυχολογία, τη γλωσσολογία, κ.ά. 
89


Με άλλα λόγια, όλα δείχνουν πως η φιλοσοφία χάνει συνεχώς έδαφος. Κάποιο αδιέξοδο φαίνεται να απειλεί εμάς τους φιλοσόφους, αν φυσικά δεν προσέξουμε και δεν βρούμε διέξοδο στον αγώνα στον οποίο μας παρέσυραν οι κληρονόμοι των φιλοσοφικών ανακαλύψεων με σκοπό την κατάκτηση εδαφών. Γιατί, πράγματι, το παράδοξο είναι πως οι εκάστοτε επιστήμονες ορίζουν ως αντικείμενο τους κάτι που άλλοτε ανήκε στον τομέα της φιλοσοφίας και το οποίο απορρόφησαν σαν να ήταν δικό τους. Εκτός κι εάν οι φιλόσοφοι πιστέψαμε λανθασμένα ότι ήταν αποκλειστική ιδιοκτησία μας κάτι που δημιουργήσαμε ή φανερώσαμε στις σχέσεις που πραγματεύονται οι άνθρωποι με τον κόσμο, ενώ στην πραγματικότητα τα εκάστοτε αντικείμενα ανήκαν κυρίως στις διάφορες επιστήμες που διαμορφώνονται με το πέρασμα του χρόνου, όπως τα μαθηματικά μετά από τους Πυθαγορείους, τα φυσικά (μαζί με τη βιολογία και την ψυχολογία) μετά από τον Αριστοτέλη, η κοινωνιολογία μετά τον Auguste Comte, κ.λπ. Αυτό σημαίνει ίσως ότι ο μόνος χώρος που ανήκει πραγματικά στη φιλοσοφία είναι εκείνος που προσδιορίζει τις σχέσεις κάθε πράξης ή πράγματος στην οποία συμμετέχει ο άνθρωπος, με τον κόσμο τον οποίον καθιδρύει ο ίδιος και προσπαθεί να διατηρήσει στην παρουσία του ή να τον μετατρέψει στην πάροδο του χρόνου. 
Είναι λοιπόν κατανοητό ότι, εξαιτίας του κινδύνου που μας απειλεί, ψάχνουμε οι φιλόσοφοι ένα παραθυράκι που να μας επιτρέπει να διακρίνουμε λίγο φως για να φωτίσει καλύτερα τα βήματα μας προς όφελος της ιστορικότητας της φιλοσοφίας. Ας μην ξεχνάμε, ωστόσο, ότι το πεπρωμένο της φιλοσοφίας είναι και δικό μας πεπρωμένο, είναι το πεπρωμένο του καθενός μας, γιατί οι φιλόσοφοι διαφέρουν μεν από τον κοινό θνητό επειδή φιλοσοφούν με μέθοδο και τεχνική και μάλιστα με στρυφνή γλώσσα, αναμφισβήτητα δε κάθε άνθρωπος φιλοσοφεί με τον τρόπο του. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην βιώνει προβλήματα τα οποία θέτουν φιλοσοφικά ερωτήματα. Κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του φιλοσοφικές χορδές τις οποίες χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει δικές του μελωδίες. Για τον λόγο αυτό, αν αληθεύει ότι τίποτα δεν μας επιτρέπει σήμερα να απαντήσουμε στην ερώτηση Τι είναι ο άνθρωπος; η φιλοσοφική τεχνική για τους φιλοσόφους και οι φιλοσοφικές χορδές για τους υπόλοιπους ανθρώπους 
90

μας ενθαρρύνουν να διερευνήσουμε το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης στο πλαίσιο κάθε ιστορικής εποχής, συνεπώς και της δικής μας. Με άλλα λόγια, η προβληματική της ανθρώπινης ύπαρξης μπορεί να αντικαταστήσει την τολμηρή και παρακινδυνευμένη αναζήτηση που ρωτά Τι είναι ο άνθρωπος;
Για να πλησιάσω το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης θα βασιστώ σε δύο διαστάσεις της μέχρι σήμερα φιλοσοφικής μου πρακτικής: την ιστορική, η οποία απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, και την ανθρωπιστική, την οποία ανέπτυξα στο τελευταίο μου βιβλίο σχετικά με την εγγύτητα και τον ανθρώπινο πόνο.1 Για να γίνουν πιο κατανοητά τα πλαίσια της ιστορικό-ανθρωπιστικής προσέγγισης του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης, θα συνδυάσω την προβληματική μου με μια σύγκριση ανάμεσα στο νόημα που δίναμε στην ανθρώπινη ύπαρξη στο παρελθόν, κυρίως στην Αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα, και στο νόημα που διαγράφεται σήμερα στον ορίζοντα της τεχνικοοικονομικής επανάστασης που βιώνουμε καθημερινά με θαυμασμό και αμηχανία. 
Όλοι παρατηρούμε την αφθονία των τεχνολογικών αντικειμένων και όλοι μας νοιώθουμε ότι η παρουσία της τεχνολογικής δημιουργίας είναι κάτι το συγκεκριμένο και το μοναδικό. Η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται κυρίως από την τεχνικοοικονομική πρόοδο. Παράλληλα, όμως, νοιώθουμε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: ότι η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την αναγνώριση της δημοκρατίας ως το πλέον ταιριαστό καθεστώς στην ανθρώπινη υπόσταση. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως το δημοκρατικό πολίτευμα -δημιούργημα του αρχαίου αθηναϊκού πολιτισμού- είναι καινούργιο φαινόμενο που ξαναγεννήθηκε με τον Διαφωτισμό, αλλά εδραιώθηκε μόνο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έπειτα από σημαντικές ταραχές και πολιτικές ανακατατάξεις. Με τη σημερινή δημοκρατία έχουμε διαμορφώσει, για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, ένα πολίτευμα που επιθυμεί να μεριμνά για τον άνθρωπο ως άνθρωπο, δίχως συστηματικές αναφορές σε υπερφυσικές δυνάμεις που τον υπερβαίνουν. Το παράξενο όμως είναι ότι ενώ βρήκαμε ένα καθεστώς στα μέτρα του ανθρώπου, 
1. L. Couloubaritsis, La proximité et la question de la souffrance humaine, Βρυξέλλες, Ousia, 2005.
91

το οποίο μας ταιριάζει, παράλληλα δημιουργήσαμε μια καινούρια δομή, την τεχνικοοικονομική, την οποία αδυνατούμε πλέον να ελέγξουμε και η οποία μάλιστα δεν είναι πλέον όργανο μας, όπως ήταν άλλοτε οι τέχνες και οι βιοτεχνίες. Αντίθετα, μεταμορφώθηκε σε μια αντικειμενική δύναμη που κατακυριεύει τον πλανήτη μας και εγκαθιδρύει μια νέα πραγματικότητα. 
Οι δύο αυτοί άξονες της ανθρώπινης πράξης -η τεχνικοοικονομική δύναμη και το δημοκρατικό πολίτευμα- οι οποίοι προσδιορίζουν καθημερινά τη ζωή μας διαφέρουν ριζικά από τις κοινωνικές και πολιτιστικές διαρθρώσεις του παρελθόντος όπου μια αόρατη πραγματικότητα γεμάτη από τον Θεό ή τους θεούς, τους δαίμονες ή τους αγγέλους, τους ήρωες ή τους αγίους, τα είδωλα ή τις ψυχές των ανθρώπων συνυπήρχε με τον φυσικό και ορατό κόσμο και προσδιόριζε ιεραρχικές δομές της κοινωνίας και της πολιτικής εξουσίας. Στο παρελθόν, μέχρι τουλάχιστον τη νεότερη εποχή, η πραγματικότητα που πλαισίωνε τους ανθρώπους ήταν τα φυσικά και υπερφυσικά όντα, με ελάχιστη παρουσία τεχνικών πραγμάτων. Η εικόνα που διαμόρφωναν για τον εαυτό τους οι άνθρωποι πρόβαλλε ως κύρια μέριμνα την αθανασία της ψυχής, ώστε οι πράξεις να κρίνονται συμφωνά με την πίστη στη μεταθανάτια ζωή και στη μετάβαση σε κάποιον παράδεισο. Ο πόνος και η οδύνη της ζωής -είτε ήταν προϊόν βίας (πόλεμοι, υποδουλώσεις, ληστείες, κ.ο.κ.) είτε ήταν προϊόν της αρρώστιας, της επιδημίας και του καθημερινού κόπου- εκλαμβάνονταν ως συνέπεια κάποιου κακού (λόγου χάρη του προπατορικού αμαρτήματος). Για να κατευνάζουν τις αόρατες δυνάμεις, οι άνθρωποι οργάνωναν θυσίες και τελετές ανάλογα με τις δυνάμεις που πίστευαν ότι δρούσαν από τον αόρατο κόσμο. Οι μύθοι, οι αποκαλύψεις και οι τελετουργίες εξουσίαζαν την ανθρώπινη ζωή. 
Τα πράγματα έχουν κατά πολύ αλλάξει σήμερα, ακόμη και για τους πιστούς. Όχι μόνο με τη μεσολάβηση του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, που εισήγαγαν την ιδέα του κοσμικού κράτους και περιόρισαν την ιεράρχηση της πολιτικής και της κοινωνίας σε συμβολική προσέγγιση, αλλά κυρίως εξαιτίας της καθίδρυσης της τεχνικοοικονομικής δομής του κόσμου. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη δομή αυτή με βάση ορισμένους συντελεστές. 
92

Κατ' αρχάς πρέπει να επισημανθεί η προαγωγή του αυτοματισμού. Έχουμε τόσο συνηθίσει σήμερα στον αυτοματισμό, ώστε δεν έχουμε πλέον την αίσθηση πως πρόκειται για τη μεγαλύτερη κατάκτηση της τεχνικής και συνεπώς της ανθρωπότητας. Ξεκίνησε με τα αυτόματα αντικείμενα στον 16ο αιώνα και κατοχυρώθηκε με τον έλεγχο της ενέργειας στον 19ο αιώνα (κυρίως με τους σερβομηχανισμούς). Ενώ βρίσκουμε μυθικές αναφορές στον Όμηρο για τα αυτόματα του Ηφαίστου (φυσητήρες, τρίποδα, υπηρέτριες φτιαγμένες από ελεφαντοστό και χρυσό) ή στον περίφημο μύθο του Ικάρου, η αρχαία φιλοσοφία μετά τον Σωκράτη αρνήθηκε τη δυνατότητα του αυτοματισμού του σώματος και της τεχνικής. Μόνο η ψυχή κατά τον Πλάτωνα είναι αυτοκίνητος, ενώ κατά τον Αριστοτέλη χρειάζεται πάντοτε μια μορφή κινούντος για να κινούνται τα πράγματα και τα όντα, σε σημείο να υποστηρίζει τη δουλεία αφού διαπιστώνει ότι τα υφαντουργεία είναι αδύνατο να κινούνται μόνα τους. Ο δε χριστιανισμός απέδιδε την αρχή της πρώτης κίνησης στον πλάστη Θεό. Στην πραγματικότητα, ο πρώτος φιλόσοφος ο οποίος θεμελίωσε τον αυτοματισμό του σώματος είναι ο Καρτέσιος επειδή προέβη στον χωρισμό της πνευματικής από τη σωματική υπόσταση, αναγνωρίζοντας αυτονομία στην καθεμία. 
Δευτερευόντως, η πραγματικότητα που κυριαρχεί στο εξής συνδέει άρρηκτα την τεχνική παραγωγή με την οικονομία. Κάθε πράγμα που παράγεται είναι εμπορεύσιμο κι άρα ξεδιπλώνεται αμείλικτο το οικονομικό πλέγμα που συνδέει και ορίζει τις πράξεις μας. Στο νέο αυτό πλαίσιο, κάθε πράγμα και κάθε πράξη παρουσιάζουν, πέρα από τη σύσταση τους, και οικονομική αξία που εκδηλώνεται στην πρακτική μέσω της εμπορευσιμότητας τους. 
Κατά τρίτον, διαμορφώνεται ένα καινούριο είδος αοράτου, το οποίο αποτελείται από ανθρώπινους παραγωγικούς μηχανισμούς με ατελείωτους ανταγωνισμούς. Το πλέγμα της παραγωγής και των υπηρεσιών, με τις πολλές διαδικασίες και αλυσίδες της τεχνικοοικονομικής προέλευσης κάθε πράξης και πράγματος, είναι για τους πολλούς άγνωστο και αόρατο. Όμως η τεχνικοοικονομική δύναμη ενώνει όλους τους αόρατους μηχανισμούς και αντικαθιστά κατά κάποιο τρόπο τη θεϊκή δομή που κυριαρχούσε ως αόρατη στον Μεσαίωνα, προβάλλοντας νέες προτεραιότητες για τον άνθρωπο. 
93


Κατά τέταρτον, παρόλο που η τεχνικοοικονομία είναι δημιούργημα μας, αγνοούμε ποιοι και πώς διέπουν τις Λειτουργίες της τεχνικοοικονομικής παγκοσμιοποίησης ενώ για πολλές άλλες δραστηριότητες (όπως η πολιτική, η ηθοποιία, η μουσική, τα αθλήματα, κ.ο.κ.) δοξάζονται τα άτομα, όπως άλλοτε εξιδανικεύονταν οι ήρωες ή οι άγιοι. Ελάχιστα από τα άτομα που χειρίζονται τους οικονομικούς μηχανισμούς του πλανήτη μας είναι σήμερα γνωστά στο μεγάλο κοινό. 
Κατά πέμπτον, τα τεχνικά αντικείμενα έχουν κατακτήσει μεγάλο μέρος από τους γήινους τόπους ακόμα και εκεί όπου η φύση κυριαρχεί, αφού όλος ο πλανήτης μεταχειρίζεται «έξυπνα» όπλα και κοντεύει να κατακτηθεί από την αόρατη ρύπανση. Η κοινωνία της διακινδύνευσης, του ρίσκου, κατακτά συνεχώς έδαφος και οι παράγοντες που κατέχουν τα κλειδιά της τεχνικοοικονομίας αδιαφορούν δίνοντας προτεραιότητα στα συμφέροντα τους. 
Απέναντι στην τεχνικοοικονομική δομή, φανταζόμαστε ορισμένες απαντήσεις μερικές από τις οποίες προέρχονται από την ίδια την πρόοδο της τεχνικής. Πιο συγκεκριμένα, η εκμηδένιση των αποστάσεων με τα μέσα της τεχνικής ανέδειξε το γεγονός ότι η εγγύτητα δεν είναι μόνο ζήτημα απόστασης (μετακίνηση και επικοινωνία) ή χρόνου (το επείγον) αλλά εξαρτάται και από τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Ονομάζω αυτή τη διπλή εγγύτητα αμφισημία χωροχρονικής και σχεσιακής εγγύτητας. Για παράδειγμα, τυχαίνει να έχουμε καλύτερες σχέσεις με ανθρώπους που βρίσκονται μακριά μας παρά με ορισμένους με τους οποίους συνεργαζόμαστε. Συνεπώς, η απόσταση που μας χωρίζει από τους παράγοντες που πρωτοστατούν στις αποφάσεις της παγκοσμιοποίησης δεν εμποδίζει την εγγύτητα να παίζει σημαντικό ρόλο στις σχέσεις του ανθρώπου με τον εαυτό του, τους άλλους και τα πράγματα. Αρκεί όμως να προαχθούν καινούριες σχέσεις με συγκεκριμένα κριτήρια, όπως εκείνο του ανθρώπινου πόνου. 
Υπάρχει εντούτοις και μια άλλη προσέγγιση για την ανάλυση της εγγύτητας, η οποία δημιουργεί μια αντινομία. Το δεύτερο αυτό είδος της εγγύτητας χαρακτηρίζει την πρωτοτυπία του Βιβλίου μου στο οποίο ήδη αναφέρθηκα, που πραγματεύεται την εγγύτητα και το ζήτημα του ανθρώπινου πόνου. Διαπιστώνουμε ότι η επιστήμη και η τεχνική φανέρωσαν τον αόρατο μικροσκοπικό
94

κόσμο των σωματιδίων, των οποίων οι διαστάσεις έχουν γίνει ασύλληπτες, απαιτώντας νέα συστήματα μέτρησης. Με την πολυπλοκότητα της επιστήμης δημιουργείται ένα μεγάλο παράδοξο: όσο διαμορφώνουμε έναν κόσμο εγγύ, αντί να περιορίζουμε τον απομακρυσμένο κόσμο του αγνώστου και του πολύπλοκου, τον μεγεθύνουμε μέσω κάθε καινούριας ανακάλυψης. Πολλές συνέπειες απορρέουν από αυτή την κατάσταση. 
Ας αρχίσουμε από την πιο άμεση. Τι γνωρίζουμε για τον εαυτό μας, όταν το πρόσωπο μας απαιτεί ένα καθρέπτη, όταν το εσωτερικό του σώματος μας περιμένει τις νέες τεχνολογίες για να διερευνηθεί ολόκληρο, για να μάθουμε επιτέλους πώς είμαστε, Βοηθώντας μάλιστα και τους γιατρούς να μας θεραπεύσουν και να διαμορφώσουν το γενετικό μας πρόγραμμα; Τι γνωρίζουμε για τον ψυχικό μας κόσμο, ο οποίος διέπεται από το απρόσιτο υποσυνείδητο, παρά τα διακόσια προσφερόμενα είδη ψυχοθεραπείας; Μεταχειριζόμαστε τον εγκέφαλο μας για κάθε μας σκέψη και πράξη, ακόμη και για να αντιμετωπίσουμε τον πόνο και τις χαρές που αισθανόμαστε, δίχως καν να γνωρίζουμε πώς εργάζεται αυτή ακριβώς τη στιγμή που μιλώ και με ακούτε. Από την άλλη, η άγνοια για τον εαυτό μας αρκεί ώστε να εμπεδώσουμε την ιδέα ότι αγνοούμε και τους άλλους και τα πράγματα. Αγνοούμε κυρίως τον εσωτερικό κόσμο του καθενός, τους πόνους και τις ελπίδες του, παρά την καθίδρυση μέσων επικοινωνίας αδιανόητων στο παρελθόν, αποτελεσματικού νοσηλευτικού συστήματος ή ακόμη κοινωνικής μέριμνας, κ.ά. 
Με άλλα λόγια, η εγγύτητα παρουσιάζεται είτε ως αμφισημία χωροχρονική και σχεσιακή είτε ως αντινομία, εφόσον το πλησίον γίνεται απόμακρο και ανεξέλεγκτο, προβάλλει ως ουσιαστικό πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Από αυτή τη σκοπιά συνορεύει με ένα άλλο ουσιώδες πρόβλημα που μας βασανίζει όλους: τον πόνο, το άλγος ή την οδύνη. Παρόλο που στη μελέτη μου διαφοροποιώ τον σωματικό πόνο (που εμπεριέχει και τον μόχθο) από την ψυχική οδύνη ή το άλγος, προτιμώ να απλοποιήσω την ορολογία μιλώντας εδώ μόνο για τον πόνο πιο γενικά. Το πρόβλημα του πόνου μάς φέρνει κοντά στον άνθρωπο και ευρύτερα κοντά στη ζωή των ζώων (την οποία παραμέρισα μέχρι στιγμής από τις έρευνες μου). 
95

Διαπιστώνω ότι συνήθως αποκρύπτουμε τον ανθρώπινο πόνο, ενώ τον βιώνουμε και τον αντιλαμβανόμαστε. Οι δε φιλόσοφοι αποφεύγουν να τον θεωρήσουν αντικείμενο του στοχασμού τους. Συνήθως τον αντιπαραβάλλουν με την ηδονή που τους ενδιαφέρει πιο άμεσα, ως αίτιο κάποιου κακού. Στην εποχή μας τον αφήνουμε στη μέριμνα κυρίως των γιατρών και του νοσοκομειακού περιβάλλοντος, των συγγραφέων και των μέσων μαζικής ενημέρωσης που τον φέρνουν κοντά μας. Έχει γίνει, με την πίεση των γεγονότων, και ζήτημα του πολιτικού λόγου. 
Για την ακρίβεια, στην εποχή μας εκείνο που φανερώνει με θεαματικό τρόπο τον ανθρώπινο πόνο είναι οπωσδήποτε οι εικόνες του κινηματόγραφου και της τηλεόρασης, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τον καθένα μας. Ενώ όμως τον βλέπουμε παντού, κάτι μας αναγκάζει να τον μεταμορφώνουμε, να τον διαστρεβλώνουμε ή να τον αποσιωπούμε. Για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι η ανάλυση του πόνου και της οδύνης πρέπει να γίνει κύριο θέμα του φιλοσοφικού στοχασμού, όπως επιχείρησα να κάνω στο βιβλίο μου, το οποίο όμως δεν πραγματεύεται τον ηθικό πόνο που αφορά την πίστη και τις πεποιθήσεις, τους μύθους και τις τελετουργίες που προσδιορίζουν την ύπαρξη μας -θέμα που αφορά το πρόβλημα των μύθων, αντικείμενο του επόμενου βιβλίου μου. Το πρόβλημα που πρέπει όμως να μας απασχολεί, πριν από κάθε άλλη θεώρηση, είναι οι δομές και οι πηγές του πόνου. Θεωρώ ότι τρεις είναι οι δομές του πόνου. 
Πρώτα απ' όλα, ο πόνος επιβάλλεται με τη μοναδικότητα του και την απόλυτη εγγύτητα με τον εαυτό μας. Κατά δεύτερον, μεταδίδεται στους άλλους οι οποίοι τον νοιώθουν διαφορετικά από τον πάσχοντα, πράγμα που παράγει μια εγγύτητα με αυτόν, βάσει κάποιας εμπιστοσύνης. Η δημιουργία οικειότητας και εμπιστοσύνης είναι βασικός παράγοντας της προβληματικής της σχεσιακής εγγύτητας. Υπάρχει όμως και μια τρίτη δομή του πόνου, η οποία σχετίζεται πιο άμεσα με τις αποστάσεις. Όταν ο πόνος στέκει σε απόσταση, μακριά μας, μεταμορφώνεται από τις πολιτικές ομιλίες, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τη λογοτεχνία. Καμιά φορά μάλιστα διαστρεβλώνεται ή ακόμη παραμένει αδιάφορος. 
Οι τρεις αυτές δομές του πόνου έχουν σχέση με την πολυπλοκότητα και προϋποθέτουν και τις δύο αναλύσεις της εγγύτητας που πρότεινα πιο πάνω. 
96

Αυτή η διάσταση του πόνου, η οποία εμπλέκεται με το πολύπλοκο, δεν έχει μελετηθεί μέχρι σήμερα ενώ μου φαίνεται ότι είναι η σημαντικότερη. Ένα παράδειγμα αρκεί για να μας ευαισθητοποιήσει. 
Ενώ κάνουμε χρήση πραγμάτων με μεγάλη ευκολία, παραβλέπουμε ότι αυτά τα πράγματα που χρησιμοποιούμε και καταναλώνουμε είναι αποτέλεσμα πολλαπλών διαδικασιών τεχνικοοικονομικής υφής που ξεκινούν από τις πρώτες ύλες οι οποίες είναι συνυφασμένες με ανθρώπινους πόνους. Η προέλευση κάθε πράγματος υποθέτει πολύπλοκες διαδικασίες με άπειρους πόνους. Για παράδειγμα, γίνονται πόλεμοι για τις πρώτες ύλες, οι εργασίες συνδέονται με υπεράνθρωπους κόπους και ασθένειες, η εκμετάλλευση και η βία κυριαρχεί σε πολλές επιχειρήσεις, κ.λπ. Έτσι, ένα μπουκάλι νερό το οποίο μεταχειρίζομαι για να εξουδετερώσω τον πόνο της δίψας είναι αποτέλεσμα πολλαπλών τεχνικοοικονομικών διαδικασιών που καθεμία συνδέεται με πόνους οι οποίοι προέρχονται από τον κόπο της εργασίας, τις ασθένειες, τις εκμεταλλεύσεις, κ.λπ. ή ακόμη και από τα συμφέροντα που υπηρετούνται για την απόκτηση του πετρελαίου, για το οποίο δεν διστάζουμε να δημιουργούμε αιματοχυσίες. Κάθε τεχνικό αντικείμενο κρύβει μέσα του άφθονους πόνους, ακόμα και όσα μετέρχεται η ιατρική όταν απαντά στους πόνους, πράγμα που μας οδηγεί σε παράδοξο. 
Από την άλλη πλευρά, η αφθονία των τεχνικών αντικειμένων που το τεχνικοοικονομικό σύστημα παράγει και αναπαράγει επ' άπειρον λόγω ζήτησης, ανταγωνισμού και ανάγκης βελτίωσης της ποιότητας ή των τιμών δεν είναι δυνατό να ανταποκριθεί στην αγοραστική επιθυμία του καθενός, στην έλλειψη οικονομικής ευχέρειας για την απόκτηση τους. Αυτό δημιουργεί με τη σειρά του αμέτρητους πόνους, μέσα σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί ο καταναλωτισμός και η εμπορευσιμότητα κάθε πράξης και πράγματος. Η καταναλωτική κοινωνία, η οποία μας βοηθά να αποκτούμε πράγματα προτού τα πληρώσουμε, δημιουργεί και ανάγκες δίχως να παρέχεται η δυνατότητα ανταπόκρισης. Δημιουργούνται δε και οικονομικά δράματα, όπως τα χρέη, αναπαράγοντας στο διηνεκές τους ανθρώπινους πόνους. 
Με άλλα λόγια, διαπιστώνουμε ότι, παρ' όλη τη σημερινή πρόοδο, ο ανθρώπινος πόνος παραμένει σε μεγάλο βαθμό στο περιθώριο της πολιτικής
97

μέριμνας, όπως μαρτυρούν όχι μόνο η βία και οι βίαιες απαντήσεις στις οποίες ανατρέχουμε αλλά και η προτεραιότητα που αποδίδουμε στο οικονομικό κέρδος, δυναμώνοντας την αόρατη τεχνικοοικονομική δύναμη της παγκοσμιοποίησης σε βάρος του ανθρώπου. 
Απέναντι σε αυτή τη δομή της πραγματικότητας, όπου η αόρατη τεχνικοοικονομική δύναμη κυριαρχεί, οι απαντήσεις είναι βέβαια περιορισμένες και σίγουρα αδιανόητες πλέον στον χώρο εθνικής κλίμακας. Οι απαντήσεις μπορούν να είναι μόνο πολιτικές, στο πλαίσιο νομικών αναφορών κρατών δικαίου και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η δημοκρατική εξουσία, τόσο σε εθνική όσο και σε παγκόσμια κλίμακα, παραμένει συνεπώς η μόνη αξιόπιστη αναφορά που μπορεί να ελέγξει το τεχνικοοικονομικό πλέγμα που επιβάλλει την παρουσία του παντού. Όμως μέχρι σήμερα, η δημοκρατική αφύπνιση περιορίζεται σε έμμεσες λύσεις που αντλεί μέσα από το σκεπτικό αόριστης δικαιοσύνης και με αναφορές στα ανθρώπινα δικαιώματα που ερμηνεύει κάθε πολιτική εξουσία ανάλογα με τα συμφέροντα της, προσφέροντας ελάχιστες συγκεκριμένες λύσεις για τον αφοπλισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη, την απόσβεση των χρεών, την προστασία του περιβάλλοντος, κ.ά. 
Τον δε πόνο τον αντιμετωπίζουμε, όπως άλλοτε, ως συνέπεια ενός κακού και σημαδεύουμε το «κακόν» ως αντίπαλο ή εχθρό, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η βία. Εντούτοις, το πρόβλημα του πόνου, όπως μόλις το ανέλυσα, παραμένει κεντρικό πρόβλημα της ανθρωπότητας που αφορά κάθε ύπαρξη και δεν μπορεί να παραμένει στο περιθώριο της μέριμνας του καθενός μας. Κατέχει την κεντρικότερη θέση στο νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης. 
Ως εκ τούτου, νομίζω ότι το ζήτημα του πόνου μπορεί να γίνει αφετηρία για την ανάδειξη ενός νέου ανθρωπισμού. Για να δώσουμε κάποιο νόημα σήμερα στην ύπαρξη μας, δηλαδή στα πλαίσια της τεχνικοοικονομίας και της δημοκρατίας -μιας δημοκρατίας που έχει καθήκον να εκμεταλλευθεί τη θετικότητα της τεχνικοοικονομικής προόδου και συγχρόνως να αντιμετωπίσει την τεχνικοοικονομική δύναμη που κυριαρχεί-, η αναφορά στον ανθρώπινο πόνο, όχι πια ως συνέπεια κάποιου φανταστικού κακού αλλά ως μέτρο των πράξεων μας, πρέπει να είναι η πρωταρχική μας μέριμνα. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να ανα
98

τρέψουμε ριζικά τις αναφορές που αποδίδουμε στην ανθρώπινη ύπαρξη με γνώμονα τον ανθρώπινο πόνο, δηλαδή ως μέτρο και όχι ως αποτέλεσμα ενός κακού, με σκοπό να αναβαθμίσουμε δημιουργικές μορφές εγγύτητας, ώστε να κυριαρχήσει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η φιλανθρωπία. 
Πιο συγκεκριμένα, είναι καιρός, με βάση την ανατροπή που προτείνω, να προσδιοριστούν καινούριοι στόχοι για την ανθρωπότητα, με αφετηρία δύο τουλάχιστον σημεία: Πρώτον, να προσδιοριστούν τα χαμηλότερα όρια οικονομικής και κοινωνικής ύπαρξης κάτω από τα οποία κανένας πολίτης δεν είναι παραδεκτό να ζει σε ένα δημοκρατικό καθεστώς. Κατά δεύτερον, να δοθούν ποικίλες απαντήσεις στους ανθρώπινους πόνους κάθε μορφής, δημιουργώντας προϋποθέσεις για χαρά, αγαλλίαση, εφευρετικότητα, ευεργεσία. Ενώ η πρώτη πρόταση μπορεί να θέσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη ευνομία σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, η δεύτερη επιδέχεται τη δυνατότητα δημιουργίας στόχων που υπερβαίνουν τον αποκλειστικό διακανονισμό της οικονομίας αποκλειστικά στο πλαίσιο της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη δεν μπορεί να είναι ο μοναδικός στόχος ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Είναι απλώς η βασική προϋπόθεση της ύπαρξης του. Ο στόχος, όμως, της δημοκρατίας πρέπει να είναι η μέριμνα να δοθούν απαντήσεις στους ανθρώπινους πόνους με την προβολή εγγυτήτων που θα αποσκοπούν στην εξάπλωση κάποιας μορφής ευτυχίας και χαράς. Κάθε άνθρωπος επιθυμεί να ελευθερωθεί από τους πόνους. Επιθυμεί επίσης δικαιοσύνη για τον εαυτό του και κάνει πολλά όνειρα στη ζωή του. Θα πρέπει καθένας μας να επιθυμεί και να υπερασπίζεται το ίδιο και για τους συνανθρώπους του. 
99

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ-Noam Chomsky:

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ-Noam Chomsky:
Το παρακάτω κείμενο είναι αποσπάσματα από μια συνέντευξη του Noam Chomsky:
"Ας πάρουμε αυτό που συμβαίνει σήμερα στην εκπαίδευση. Τώρα, τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια ισχυρή απαίτηση αξιολόγησης των παιδιών και των εκπαιδευτικών έτσι ώστε η διδασκαλία να κατευθύνεται προς το τεστ. Το τεστ καθορίζει τι θα συμβεί στο παιδί και τι θα συμβεί στον εκπαιδευτικό.
Αυτή είναι εγγύηση καταστροφής οποιασδήποτε διαδικασίας ουσιαστικής εκπαίδευσης. Σημαίνει ότι ο δάσκαλος/α δεν μπορεί να είναι δημιουργικός/ή, ευφάνταστος/η ή να δώσει προσοχή στις ατομικές ανάγκες των μαθητών. Ο μαθητής δεν μπορεί να ερευνήσει τα πράγματα, ίσως κάποιο παιδί να ενδιαφέρεται για κάτι, δεν μπορεί να το κάνει γιατί πρέπει να απομνημονεύσει κάτι για το αυριανό τεστ. Αλλά και το μέλλον του εκπαιδευτικού εξαρτιέται από αυτό το τεστ όπως και του μαθητή.
Οι άνθρωποι που κάθονται στα γραφεία, οι γραφειοκράτες που τα σχεδιάζουν όλα αυτά, δεν είναι σατανικοί, απλά εργάζονται μέσα σε ένα σύστημα ιδεολογιών και δογμάτων που μετατρέπουν αυτά που κάνουν σε κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο.
Πρώτα απ’ όλα, δεν χρειάζεται να αξιολογείς τους ανθρώπους συνεχώς. Οι άνθρωποι δεν μπορεί να κατατάσσονται με όρους κάποιων τεχνητών προδιαγραφών. Η ίδια η αξιολόγηση είναι τεχνητή. Δεν είναι μια κατάταξη εκπαιδευτικών σε σχέση με την ικανότητά τους να βοηθήσουν την ανάπτυξη των παιδιών ώστε να φτάσουν τις δυνατότητές τους, να διερευνήσουν τα δημιουργικά τους ενδιαφέροντα. Δεν αξιολογούνται αυτά τα πράγματα στα τεστ.
Έτσι, δίνεις έναν βαθμό, αλλά αυτός ο βαθμός είναι τις περισσότερες φορές χωρίς νόημα. Και η ίδια η κατάταξη είναι επικίνδυνη. Μας μετατρέπει σε άτομα που αφιερώνουν τη ζωή τους στην επίτευξη βαθμών και όχι στο να κάνουμε πράγματα που είναι πολύτιμα και σημαντικά.
Είναι εξαιρετικά καταστροφικό στις χαμηλές βαθμίδες της εκπαίδευσης. Αυτή είναι η πρωτοβάθμια εκπαίδευση, εκπαιδεύεις τα παιδιά με αυτόν τον τρόπο. Το έβλεπα και στα δικά μου παιδιά.
Όταν τα παιδιά μου ήταν στο δημοτικό, σε ένα καλού επιπέδου σχολείο προαστείων, όταν έφτασαν στην Τρίτη τάξη χώριζαν τα παιδιά σε κουτά και σε έξυπνα. Είσαι κουτός όταν κατατάσσεσαι χαμηλά, έξυπνος όταν κατατάσσεσαι ψηλά.
Σκεφτείτε τι κάνει αυτό στα παιδιά. Ανεξάρτητα από το που κατατάσσονται, τα παιδιά το παίρνουν σοβαρά… Εάν εγκλωβιστείς σε αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Δεν έχει καμία σχέση με την εκπαίδευση.
Η εκπαίδευση αναπτύσσει τις δυνατότητές σου και την δημιουργικότητά σου. Ίσως να μην τα πας καλά στο σχολείο αλλά να τα πας καλά στις τέχνες. Αυτό είναι μια χαρά. Τι πρόβλημα υπάρχει με αυτό; Είναι ένας άλλος τρόπος για να ζήσεις μια ικανοποιητική ζωή, μια ζωή που είναι σημαντική και για σένα και για άλλους ανθρώπους.
Η όλη ιδέα (της κατάταξης) είναι πολύ επικίνδυνη. Είναι ένα σύστημα που δημιουργεί κάτι που ονομάζεται «οικονομικός άνθρωπος» (homo economicus). Υπάρχει αυτή η έννοια στην σχετική οικονομική θεωρία. Ο οικονομικός άνθρωπος είναι κάποιος που υπολογίζει ορθολογικά το πώς θα βελτιώσει το κύρος (status) του (κύρος σημαίνει στην ουσία πλούτος).
Έτσι υπολογίζεις ορθολογικά τι είδους επιλογές πρέπει να ακολουθήσεις για να αυξήσεις τον πλούτο σου και δεν δίνεις σημασία σε οτιδήποτε άλλο. Να μεγιστοποιήσεις τον αριθμό των αγαθών που έχεις γιατί μόνο αυτό μπορείς να μετρήσεις. Εάν το κάνεις αυτό επαρκώς, τότε είσαι ένας ορθολογικός άνθρωπος που κάνει ενημερωμένες κρίσεις. Μπορείς να βελτιώσεις το «ανθρώπινο κεφάλαιό σου» το οποίο μπορείς να πουλήσεις στην αγορά.
Το είδους ον είναι αυτό; Είναι αυτό το είδος του ανθρώπου που θέλεις να δημιουργήσεις; Όλοι αυτοί οι μηχανισμοί – διαγωνίσματα, αξιολόγηση, εκτιμήσεις, μετρήσεις – εξαναγκάζουν τους ανθρώπους να αναπτύξουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Αυτές οι ιδέες και έννοιες έχουν επιπτώσεις…"
Σχόλια
  • Stam Oldwine Αυτό είναι ένα κείμενο που αντιτάσσεται στην αξιολόγηση ως εργαλείου λογοδοσίας. Το μεγαλύτερο όμως όφελος της αξιολόγησης είναι ότι χωρίς να αποσκοπεί σε λογοδοσία λειτουργεί διαγνωστικά για τη βελτίωση της μάθησης και της διδασκαλίας. Είναι αυτό που λέμε στα ελληνικά το απαραίτητο feedback.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

«ΣΗΜΕΙΟΝ» ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΑΗΜΕΡΟΝ

''Διότι, καθώς φαίνεται, υπήρχε και κάτι πριν από αυτόν τον κόσμον, κάτι το οποίον μπορούμε μεν να το καταλάβουμε θεωρητικά με το νου μας, έμεινε όμως ανιστόρητο, γιατί δεν ήταν κατάλληλο για να αποκαλυφθεί σε αυτούς που μόλις τώρα εισάγονται στη γνώση...........Υπήρχε μια κατάσταση πρεσβύτερη της δημιουργίας του κόσμου, η οποία ταίριαζε στις υπερκόσμιες δυνάμεις, η οποία ήταν υπέρχρονη, αιώνια και αίδια. Και ο κτίστης των πάντων και δημιουργός στη κατάσταση αυτή έπλασε τα δημιουργήματα, το νοητό φως που στολίζει τη μακαριότητα όσων αγαπούν τον Κύριο, τις λογικές και αόρατες φύσεις, και όλο τον αρμονικό κόσμο των νοητών, όσα ξεπερνούν τη διάνοιά μας, όσων δεν είναι δυνατό να συλλάβουμε ούτε τις ονομασίες. Αυτά απαρτίζουν την ουσία του αόρατου κόσμου, καθώς μας διδάσκει ο απόστολος Παύλος λέγων : “Ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, είτε ορατά, είτε αόρατα ....(Κολ. 1,16 – Ρωμ. 8,38 – Εφεσ. 1,21)


Ἦν γάρ τι, ὡς ἔοικεν, καὶ πρὸ τοῦ κόσμου τούτου, ὃ τῇ μὲν διανοίᾳ ἡμῶν ἐστὶ θεωρητόν, ἀνιστόρητον δὲ κατελείφθη, διὰ τὸ τοῖς εἰσαγομένοις ἔτι καὶ νηπίοις κατὰ τὴν γνῶσιν ἀνεπιτήδειον. Ἦν τις πρεσβυτέρα τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως κατάστασις ταῖς ὑπερκοσμίοις δυνάμεσι πρέπουσα, ἡ ὑπέρχρονος, ἡ αἰωνία, ἡ ἀΐδιος. Δημιουργήματα δὲ ἐν αὐτῇ ὁ τῶν ὅλων κτίστης καὶ δημιουργὸς ἀπετέλεσε, φῶς νοητὸν πρέπον τῇ μακαριότητι τῶν φιλούντων τὸν Κύριον, τὰς λογικὰς καὶ ἀοράτους φύσεις, καὶ πᾶσαν τὴν τῶν νοητῶν διακόσμησιν, ὅσα τὴν ἡμετέραν διάνοιαν ὑπερβαίνει, ὧν οὐδὲ τὰς ὀνομασίας ἐξευρεῖν δυνατόν. Ταῦτα τοῦ ἀοράτου κόσμου συμπληροῖ τὴν οὐσίαν, ὡς διδάσκει ἡμᾶς ὁ Παῦλος, λέγων, Ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, εἴτε ὁρατά, εἴτε ἀόρατα, εἴτε θρόνοι, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἀρχαὶ, εἴτε ἐξουσίαι, εἴτε δυνάμεις, εἴτε ἀγγέλων στρατιαὶ, εἴτε ἀρχαγγέλων ἐπιστασίαι· ὅτε δὲ ἔδει λοιπὸν καὶ τὸν κόσμον τοῦτον ἐπεισαχθῆναι τοῖς οὖσι, προηγουμένως μὲν διδασκαλεῖον καὶ παιδευτήριον τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν· ἔπειτα μέντοι καὶ ἁπαξαπλῶς πάντων τῶν ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ ἐπιτήδειον ἐνδιαίτημα. Συμφυὴς ἄρα τῷ κόσμῳ, καὶ τοῖς ἐν αὐτῷ ζῴοις τε καὶ φυτοῖς, ἡ τοῦ χρόνου διέξοδος ὑπέστη, ἐπειγομένη ἀεὶ καὶ παραρρέουσα, καὶ μηδαμοῦ παυομένη τοῦ δρόμου. Ἢ οὐχὶ τοιοῦτος ὁ χρόνος, οὗ τὸ μὲν παρελθὸν ἠφανίσθη, τὸ δὲ μέλλον οὔπω πάρεστι, τὸ δὲ παρὸν πρὶν γνωσθῆναι διαδιδράσκει τὴν αἴσθησιν;


http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/basil_the_great_six_days_of_creation.htm

ΓΙΩΡΓΟΣ Ι. ΤΣΙΑΝΤΗΣ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΟΕΠΙΣΤΗΜΗΣ


ΓΙΩΡΓΟΣ Ι. ΤΣΙΑΝΤΗΣ (1968-2010)




Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΟΕΠΙΣΤΗΜΗΣ



I.
Σύμφωνα με τον γνωστό αμερικανό μελλοντολόγο Alvin Toffler, καθώς το «τέταρτο –πολιτισμικό– κύμα» επέρχεται μέσω της σύζευξης γενετικής και πληροφορικής, η ανθρωπότητα προσεγγίζει μέρα με την ημέρα μια πρωτόγνωρη “ηθική κρίση”, εφόσον –όπως παρατηρεί– θ’ αρχίσουμε να διαθέτουμε κάποια μορφή βιολογικού μικροτσίπ εν είδει «ζωντανών ηλεκτρονικών υπολογιστών»i.
Επομένως, η τεχνική φαίνεται να είναι αυτή που καταρχήν διαφοροποιεί την όλη συζήτηση περί ηθικής φιλοσοφίας στις μέρες μας, καθώς –όπως ορθά είχε επισημάνει ο Albert Einstein– η ανάπτυξή της «μεταβάλλει στην εποχή μας το ηθικό αίτημα σε ζήτημα υπάρξεως για την σημερινή εκπολιτισμένη ανθρωπότητα»ii. Με φιλοσοφικούς όρους, αυτό –κατά την γνώμη μας– σημαίνει ότι η τεχνική μετασχηματίζει πλέον στις μέρες μας σαφώς το ηθικό πρόβλημα σε ένα ζήτημα καταρχήν οντολογικό, που αφορά δηλαδή στην ύπαρξη και παρουσία του Όντος στο σύνολό του, ως προϋπόθεση οποιασδήποτε γνώσης και πράξης εν σχέσει με αυτό.
Να λοιπόν γιατί, εάν –όπως υποστηρίζουμε– το ζήτημα των ορίων επανεμφανίζεται στις μέρες μας κυρίως μέσω της ηθικής, η θεμελίωσή του δεν μπορεί παρά να είναι καταρχήν οντολογική (με την αυστηρή, παρμενίδεια έννοια του όρου), ώστε το όλο πρόταγμα να μην μείνει μετέωρο.
Από την άλλη μεριά, ο ανωτέρω μετασχηματισμός του σύγχρονου ηθικού προβλήματος σε οντολογικό, επαναφέρει ταυτόχρονα την υπαρκτή πλην λανθάνουσα διασύνδεσή του με την πολιτική. Καθώς δηλαδή ο άνθρωπος κινδυνεύει πλέον όχι μόνο ως πνευματική εμφάνιση ή «πρόσωπο», αλλά συνάμα και ως βιολογική οντότητα, «η ευθύνη ενώπιόν του –συμπεραίνει ο Σπύρος Κυριαζόπουλος– δεν υπάγεται μόνο στα πλαίσια της ηθικής ως κλάδου της φιλοσοφίας, και γ’ αυτό δεν είναι αρμοδιότητα μόνο των φιλοσόφων, αλλά υπόθεση του καθενός ανθρώπου ξεχωριστά»iii. Άρα, η ευθύνη αυτή αφορά αμέσως στους πολίτες, όντας έτσι πρωτίστως πολιτική.
Το γεγονός βέβαια ότι η τεχνική επιβάλλεται ως αντικείμενο του σύγχρονου ηθικοπολιτικού στοχασμού οφείλεται στην αμφισημία της ουσίας της (στο ότι δηλαδή «η ουσία της τεχνικής δεν είναι καθόλου τίποτε το τεχνικό», όπως ορθά παρατηρεί ο Heideggeriv) και ειδικότερα στον διφορούμενο χαρακτήρα της τεχνικής εξέλιξης που δεν συνιστά αυτονόητα ή κατ’ ανάγκην και «πρόοδο». Γι’ αυτό ακριβώς, ο Jacques Ellul παρομοίως σημειώνει ότι: α). Κάθε τεχνική “πρόοδος” έχει ένα αντίτιμο. β). Η τεχνική δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνει. γ). Τα καταστροφικά αποτελέσματά της είναι αδιαχώριστα από τα ευνοϊκά. Και δ). Κάθε τεχνική έχει απρόβλεπτα αποτελέσματαv.
Για τον Paul Virilio, μάλιστα, δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος στο πεδίο της τεχνικής παρά μόνο μέσω της κριτικής, που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ενδιαφερόμαστε για ένα τεχνικό αντικείμενο, χωρίς να ενδιαφερόμαστε για την αρνητικότητά του. «Εφευρίσκοντας το πλοίο –γράφει ο ίδιος– εφευρίσκουμε ταυτόχρονα και το ναυάγιο, εφευρίσκοντας το τρένο εφευρίσκουμε τον εκτροχιασμό, εφευρίσκοντας τον ηλεκτρισμό εφευρίσκουμε την ηλεκτροπληξία»viκλπ.
Γι’ αυτό ακριβώς, η συγκεκριμένη οπτική δεν υιοθετεί τις μάλλον αφελείς –και δυστυχώς κυρίαρχες– αντιλήψεις περί ουδετερότητας της τεχνικής, οι οποίες συνιστούν περισσότερο έναν λίαν επικίνδυνο μύθο.
Αυτό όμως δεν παραπέμπει μόνο στο γεγονός ότι σήμερα η τεχνική «εν μέρει αποζεί από την καταπολέμηση των ίδιων της των παρενεργειών [και άρα] οι πρόοδοί της γίνονται όλο και πλασματικότερες», όπως σωστά διαβλέπει ο Κονδύληςvii, αλλά στην οιονεί ανεξέλεγκτη και αυτόνομη πορεία της εν είδει αναπότρεπτης «μοίρας», που αγνοώντας τις ύστερες άμεσες και έμμεσες συνέπειές της, οι οποίες δεν μπορούν να προβλεφτούν εκ των προτέρων, εν τέλει ευνοεί την αποδοχή ενός τυφλού πειραματισμού που παίζει διαρκώς με την αυτοκαταστροφή της ανθρώπινης ζωής και του πλανήτη.

II.
Το εύλογο ερώτημα βέβαια που εδώ προκύπτει είναι το εξής: Μπορεί η ίδια η τεχνική να αντιμετωπίσει και να λύσει τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί; Ή διαφορετικά: Μέχρι ποιο σημείο μπορεί να γίνει αποδεκτός αυτός ο εκ των πραγμάτων αδιέξοδος φαύλος κύκλος της τεχνικής; Προφανώς μέχρι του σημείου που εκ των αποτελεσμάτων και συνεπειών της δεν υπονομεύονται η ύπαρξη και οι όροι της παρουσίας του ανθρώπου ως δημιουργού ιστορίας πάνω τουλάχιστον σ’ αυτόν τον πλανήτη. Άρα τα αποδεκτά ηθικά –και συνάμα πολιτικά– «όρια» δράσης της τεχνικής συνάπτονται κατ’ ανάγκην με τους οντολογικούς «όρους» ή τις προϋποθέσεις της καταρχήν παρουσίας του ανθρώπου-δημιουργού της. Αυτοί λοιπόν εξ αντικειμένου είναι που θέτουν και το πλαίσιο θεμελίωσης των ζητουμένων ορίων.
Τι συμβαίνει όμως με τις σύγχρονες τεχνολογίες, όπου το έλλειμμα γνώσης λαμβάνει καθολικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι οι απρόβλεπτες συνέπειες της χρήσης τους, οι οποίες ως τέτοιες δεν είναι ενσωματωμένες στον προκαταρκτικό σχεδιασμό, αφορά όχι μόνο στο ευρύτερο κοινό και τους πολίτες, αλλά και τους καθ’ ύλην αρμόδιους τεχνοκράτες; Αν λοιπόν κανείς δεν μπορεί πλέον να ιδεί και να ανα-γνωρίσει τον “κίνδυνο”, πώς και από πού «θα επέλθει –για να παραφράσουμε τον Hölderlin– η σωτηρία;»viii.
Φαίνεται λοιπόν ότι το πρόβλημα της τεχνικής ως τέτοιο «δεν θα λυθεί τεχνικώς, εφόσον τεχνικώς προκύπτει»ix. Εν ολίγοις, οι ανεξέλεγκτες διαστάσεις της σύγχρονης τεχνικής εξέλιξης, λόγω της φύσης των νέων τεχνολογιών και της ανεπαρκούς γνώσης που τη συνοδεύουν, δηλαδή οι απρόβλεπτες συνέπειες της χρήσης τεχνολογιών, όπως της γενετικής μηχανικής, της ρομποτικής και της νανοτεχνολογίας, είναι τέτοιες που ακόμη και η υποτιθέμενη προσπάθεια αντιμετώπισης των σχετικών/καθολικών κινδύνων, μέσω για παράδειγμα της κατασκευής προστατευτικών ασπίδων, είναι καταδικασμένη σε αποτυχίαx.
Αν λοιπόν ήρθε η ώρα, αυτός ο αδιέξοδος φαύλος κύκλος της τεχνικής να σπάσει, πώς μπορεί αυτό να επιτευχθεί; Είναι άραγε δυνατόν να υποστηριχτεί σοβαρά και με συνέπεια στις απαρχές του 21ου αιώνα, στις σύγχρονες ανοιχτές κοινωνίες της γνώσης και της πληροφορίας (όπως με τόση ευκολία αποκαλούνται), η παραίτηση από δυνατότητες που πλέον δεν θα πρέπει –αν και θα μπορούμε– να ασκήσουμε, ως η μόνη ρεαλιστική λύση απέναντι στον κίνδυνο ολικής (ατομικής και πλανητικής) καταστροφής; Με λίγα λόγια, αν όπως διαφαίνεται τα όρια αναφορικά με τις εξελίξεις της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης είναι εν προκειμένω αναγκαία, ποιος είναι αυτός που θα τα βάλει; Μπορεί η σύγχρονη ηθική σκέψη, με τη μορφή –για παράδειγμα– της βιοηθικής, να τα θέσει με επαρκή τρόπο; Έχουν αυτά ανάγκη θεμελίωσης; Και εάν ναι, ποιας συγκεκριμένα; Ή μήπως αυτά ενόσω δεν θεμελιώνονται κατάλληλα –και όπως εμείς υποστηρίζουμε, οντολογικά– συνιστούν απλά ένα σύγχρονο ηθικό πρόταγμα, το οποίο παραμένει αυτό καθεαυτό μετέωρο και ανενεργό, ως μια ρητορική ηθικολογία περί “τήρησης των ορίων”, η οποία δεν πείθει ούτε τον εαυτό της και στην πράξη κατ’ ουσίαν αυτοκαταργείται και ακυρώνεται;
III.
Όπως έχουμε υποστηρίξει και αλλούxi, ίδιον της εποχής της πληροφορίας, δηλαδή το κυρίαρχο στοιχείο που διαπερνά το σύνολο των διαστάσεών της, και επομένως χαρακτηρίζει της μεταφυσική της, είναι η υπέρβαση των ορίων ως παράκαμψη, δηλαδή η μη αναγνώριση και θέση ορίων. Η έλλειψη αυτή αφορά τόσο τον τρόπο του γιγνώσκειν (μέσω του δυαδικού κώδικα ως της λογικής της πληροφορίας), καθώς επίσης την έννοια του χώρου (πρβλ. τον όρο «αποτοπικοποίηση» [deterritorialisation]) και του χρόνου (επιταχυνόμενος, ακαριαίος χρόνος).
Ειδικότερα, η α-τοπική διάσταση της πληροφορίας, ευνοεί μια γενικευμένη εκτός ορίων σύλληψη των όντων και των πραγμάτων. Καθώς δηλαδή οι δυαδικές προσομοιώσεις δεν καθορίζονται από φυσικά όρια, αλλά μόνο από κανόνες που ενυπάρχουν στον τρόπο κωδικοποίησης του λογισμικού από τον προγραμματιστή του, η όλη διαδικασία αναπαράστασης του κόσμου με πληροφοριακούς όρους με αποκλειστικό στόχο τον έλεγχο ενισχύει την α-φυσική και καθαρά εργαλειακή θεώρηση της φύσης ως πρώτης ύλης που μπορεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να διαμορφωθεί και να χειραγωγηθεί κατά βούληση. Καθώς, η φυσική δημιουργία επαναπροσδιορίζεται τώρα ως ένα ψηφιακό παιχνίδι, το οποίο παίζεται με όρους που η ίδια η Φύση δεν θα επέτρεπε ίσως ποτέ να αναπτυχθούν. Η Φύση περιλαμβανομένου του ανθρώπου θεωρείται δηλαδή ως ένα «ανολοκλήρωτο έργο τέχνης» που μπορεί και πρέπει με παιγνιώδη διάθεση συνεχώς να αλλάζει, βρισκόμενη υπό συνεχή δια-μόρφωση [in-formation] (βλ. για παράδειγμα, το πρόβλημα της σύγχρονης οικολογικής κρίσης, ή τις προκλήσεις των μεταλλαγμένων προϊόντων και εν γένει της βιοτεχνολογίας και της γενετική μηχανικής).
Όπως σχετικά τονίζει ο Jeremy Rifkin: «Η αλλοίωση των γενετικών κωδίκων μοιάζει πιο οικεία και ευγενική, λιγότερο ψυχρή και απάνθρωπη όταν τη θεωρούμε ως μια καλλιτεχνική άσκηση»xii.
Τα όντα πλέον δεν είναι, αλλά αξίζουν. Και αξίζουν ενόσω ισχύουν. Άρα και οι αλήθειες ισχύουν παροδικά και δεν διαρκούν στο χρόνο, ώστε να προσδι-ορίσουν ανάλογα όρια., καθώς λοιπόν τώρα «όλα επιτρέπονται» [anything goes] (Paul Feyerabend).
Από εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει γιατί και πώς η σημερινή εποχή της πληροφορίας ή της μετανεωτερικότητας –συντηρώντας, ανανεώνοντας ή και επιδιώκοντας τον ριζικό διαχωρισμό του νου από το σώμα– παραμένει στη βάση της καρτεσιανή. Και αν για παράδειγμα, στην τεχνολογία των μεταμοσχεύσεων μπορεί ίσως κανείς να κατανοήσει το πώς τα “αρνητικά” της τεχνικής είναι αδιαχώριστα από τα “θετικά” (J. Ellul), ήτοι ο εργαλειακός χειρισμός του ανθρωπίνου σώματος ως ενός συνόλου “ανταλλακτικών” εν σχέσει με τη σωτηρία της ανθρώπινης ζωής, στην τεχνολογία της κλωνοποίησης –όχι απλά της θεραπευτικής, αλλά– της “ολικής” και αναπαραγωγικής του ανθρώπου, η ανωτέρω εργαλειακή θεώρηση φτάνει κυριολεκτικά στα άκρα, καθώς η υπόσχεση μιας –θα λέγαμε– «ολικής επαναφοράς» ενέχει ριζικά τεχνητό χαρακτήρα, και σε κάθε βήμα της θεμελιώνεται στη ριζική διαχωρισιμότητα σώματος και πνεύματος (ένα «σώμα», χωρίς μνήμη, κρίση, σκέψη και ιστορία και μία «σκέψη» χωρίς σώμα, κυριολεκτικά «Τεχνητή Νοημοσύνη»).
Επομένως, η τραγικότερη, κατά τη γνώμη μας, εκδοχή της μεταφυσικής της πληροφορίας είναι εκείνη η εφαρμοσμένη της πλευρά, η οποία προϋποθέτοντας μιαν σαφώς ανιστορική σύλληψη του χρόνου προσπαθεί αυταπατώμενη να διασκεδάσει τον τρόμο του θανάτου, αντί να τον αποδεχτεί ως έσχατο όριο νοηματοδότησης της ανθρώπινης ύπαρξης, επιδιώκοντας τοιουτοτρόπως μια μορφή προσιτής αθανασίας, η οποία φαίνεται ότι αποτελεί το όραμα και τελικό στόχο της σύγχρονης τεχνικής (βλ. κλωνοποίηση, κρυονική, εικονικά περιβάλλοντα κλπ.). Όπως δε χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Hans Magnus Enzensberger: «Αν στο παρελθόν ήταν καθήκον των σαμάνων και των μάγων θεραπευτών να ξεριζώσουν όλα τα κακά, σήμερα ασχολούνται με αυτά μοριακοί βιολόγοι και γενετιστές. Και δεν είναι πλέον οι ιερείς αυτοί που μιλούν για αθανασία, αλλά οι ερευνητές»xiii.
Έτσι, η τεχνολογία εμπνεόμενη από τις άμετρες «τυφλές ελπίδες» για ολοκληρωτική σωτηρία και αθανασία αγωνίζεται για το “αδύνατο” διατρέχοντας όλο και περισσότερο τον κίνδυνο να καταστρέψει ολοκληρωτικά την υπαρκτή “δυνατότητα” μιας καλής και ευτυχισμένης επίγειας ζωής σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Με αποτέλεσμα, παρατηρεί ο David Noble, «η τεχνολογική επιδίωξη της σωτηρίας να έχει καταλήξει απειλή για την επιβίωσή μας»xiv.

IV.
Ποιος λοιπόν εν προκειμένω θα βάλει τα όρια; Επαρκεί ο ρόλος της σύγχρονης ηθικής ως βιοηθικής. Αν τα όρια είναι εν τέλει αναγκαία, μπορούν, πρέπει και πώς αυτά να θεμελιωθούν;
Εν προκειμένω, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι πολλοί σύγχρονοι μελετητές της βιοηθικής αναγνωρίζουν ότι η βιοηθική ως η «φιλοσοφική εξέταση των αρχών και των κανόνων που πρέπει να διέπουν τις επιστήμες και τις τεχνολογίες της ζωής» δεν ασχολείται απλά ούτε εξαντλείται σε προσωπικές επιλογές εν σχέσει με θέματα που παραδοσιακά εξετάζει η ιατρική ηθική (υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, ευθανασία, αμβλώσεις κλπ.). Καθώς δηλαδή ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ένας ατομικός βιολογικός οργανισμός, αλλά μέλος ενός κοινωνικού και περαιτέρω ενός ευρύτερου φυσικού περιβάλλοντος, η βιοηθική μεριμνώντας για τις προεκτάσεις και συνέπειες των ανωτέρω επιλογών στο περιβάλλον αυτό –που άλλωστε κατ’ ανάγκην το προϋποθέτουν– λαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις, καθώς ασχολείται ταυτόχρονα με τις «επιλογές που γίνονται και τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο και, υπό την έννοια αυτή, είναι πιο ορθό να μιλάμε για Βιοπολιτική»xv.
Παρ’ όλα αυτά, όπως νομίζουμε, τα προβλήματα που αφορούν στη θεμελίωση, τόσο της βιοηθικής ως βιοπολιτικής, όσο και εν γένει της ηθικής παραμένουν.
Ποιο είναι εδώ συγκεκριμένα το πρόβλημα; Κατά την άποψή μας, το πρόβλημα συνίσταται στο ότι η τρέχουσα βιοηθική (όσο και η παραδοσιακή ηθική εν γένει) είναι εξ αρχής εγκλωβισμένη σε μια εγγενή αντίφαση: ήτοι, στο γεγονός ότι πρέπει να θέσει όρια, ενώ είναι ταυτόχρονα δέσμια μιας μεταφυσικής θεμελίωσης υπέρβασης των ορίων. Καθώς, όπως υποστηρίξαμε, η υπέρβαση των ορίων ως παράκαμψη, ήγουν η μη αναγνώριση και θέση ορίων, αποτελεί ίδιον ειδικά της εποχής της πληροφορίας.
Τι είναι όμως αυτό, το οποίο τροφοδοτεί και στηρίζει αυτήν την ανεπαρκή θεμελίωση, που αφήνει το πρόταγμα της σύγχρονης ηθικής μετέωρο; Κατά τη γνώμη μας, η ανεπάρκεια αυτή οφείλεται στην συνάντηση και αναγκαία συσχέτισή της με μιαν αντίστοιχη μεταφυσική επιστημολογία υπέρβασης των ορίων. Δηλαδή στο βαθμό που η σύγχρονη επιστημολογία δεν προβαίνει στην αναγκαία διάκρισηxvi που υφίσταται μεταξύ γνωσιολογικού ερωτήματος («τί ἐστι τὸ ὄν;» «τί τὸ ὄν;») και οντολογικού ερωτήματος («ἔστιν ἤ οὐκ ἔστιν»), δεν είναι δυνατόν να μπουν, στην πραγματικότητα, όρια, καθώς το πρώτο ερώτημα παραπέμπει κατανάγκην στο άπειρο της γνώσης (και συνάμα ανέφικτο και ατελές) η οποία ως τέτοια δεν είναι ποτέ οριστική. Και αν ακόμη τα όρια τεθούν εδώ με δογματικό/θεολογικό ή κατηγορικό και κανονιστικό τρόπο, δηλαδή υπό θεμελίωση μεταφυσική (όπως για παράδειγμα, συμβαίνει στην κλασική καντιανή προσέγγιση) ουδόλως βέβαια τηρούνται, καθώς θεωρούνται έκφραση λογοκρισίας της τεχνοεπιστημονικής έρευνας και πρακτικής και απορρίπτονται.
Δηλαδή, η επιστημολογική στάση δεν μπορεί εκ της φύσεως της, ήτοι λόγω –όπως έλεγε ο Nietzsche– της «μεταφυσικής φλόγας που ανέκαθεν την συντηρεί»xvii, να αντισταθεί στις λίαν επικίνδυνες προκλήσεις που η ίδια συνεχώς δημιουργεί (διότι κάτι τέτοιο προφανώς αντιβαίνει στην «ηθική της γνώσης» που υιοθετεί). Όπως με υπερβολική όχι τόσο αισιοδοξία, αλλά μάλλον αφέλεια, παρατηρεί ο Jacques Monod: «Στην ηθική της γνώσης ο μοναδικός σκοπός, η υπέρτατη αξία, το “απόλυτο αγαθό” δεν είναι, θα πρέπει να παραδεχτούμε, η ευτυχία της ανθρωπότητας, και ακόμη λιγότερο η προσωρινή δύναμη ή άνεση της ανθρωπότητας ούτε καν το σωκρατικό γνώθι σε αυτόν, είναι η ίδια η αντικειμενική γνώση», θεωρούμενη ως μία αξία ανώτερη από τον άνθρωποxviii.
Ο Monod δεν μπορεί όμως να αντιληφθεί ότι η ιδέα της αντικειμενικής γνώσης, ήτοι της καθαρότητας της γνώσης και επιστήμης, σχεδόν πάντοτε υπήρξε ένα ιδεολόγημα και ειδικά τώρα που η σύμμειξη τεχνικής και επιστήμης αποκορυφώνεται ως τεχνοεπιστήμη. Έτσι, φλερτάρει συχνά με τον θάνατο και την αυτοκαταστροφή της ζωής, καθώς δεν μπορεί κατ’ ουσίαν να απαντήσει στην πρόκληση που περιγράφει με ρεαλιστικότητα ο γνωστός φυσικός Freeman Dyson: «Την ένιωσα και εγώ το ίδιος. Τη λάμψη των πυρηνικών όπλων. Δεν μπορείς να της αντισταθείς, αν τη δεις ως επιστήμονας. Τη νιώθεις μέσα στα χέρια σου, θέλεις να απελευθερώσεις αυτή την ενέργεια που κινεί τα άστρα. Θέλεις να κάνεις αυτά τα θαύματα, να σηκώσεις εκατομμύρια τόνους πέτρας στον ουρανό. Είναι κάτι που δίνει στον άνθρωπο την ψευδαίσθηση της απεριόριστης δύναμης»xix.

V.
Σε αντίθεση λοιπόν με την τραγικά αδιέξοδη μεταφυσική θεμελίωση της ηθικής, η «οριακή οντολογία» συνιστά, κατά τη γνώμη μας, τη μόνη ρεαλιστική βάση που μπορεί να θεμελιώσει μια εναλλακτική, περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε αναγκαία, ηθική αντίληψη και πρακτική, ό,τι δηλαδή εν προκειμένω χαρακτηρίζουμε ως «οντολογική ηθική των πολιτών». Βέβαια, ο όρος «οριακή οντολογία» αποτελεί εν μέρει πλεονασμό, καθώς η «απαίτηση του πέρατος στήριξε αντί του δυναμικού μεγέθους της φύσεως την οντολογία»xx. Δεν παύει όμως ως λόγος περί του όντος και του νοήματός του να είναι ως τέτοιο, δηλαδή περί των όρων και των ορίων της καταρχήν παρουσίας του όντος, συμπυκνώνοντας την ελληνική πνευματική παρακαταθήκη, να αμφισβητεί το κυρίαρχο ακόμη –αν και μεταλλαγμένο στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού– τεχνικό πνεύμα της νεωτερικότητας.
Η «οριακή οντολογία» συνιστώντας μια αυθεντική, ήτοι κατά βάση παρμενίδεια, οντολογία, ναι μεν δεν υποτιμά τη γνώση, και ειδικά την σύγχρονη μορφή της, ως τεχνοεπιστήμης, τοποθετώντας την όμως μεθοδολογικά σε ένα άλλο διακριτό επίπεδο από τη σφαίρα της οντολογίας, μπορεί να την οριοθετεί μετά λόγου με μέτρο την τελειότητα, πληρότητα και αυτάρκεια του παρμενίδειου «ἐόντος». Υπό την οπτική της οριακής οντολογίας, δηλαδή, η ανθρώπινη γνώση οριοθετείται χωρίς να “λογοκρίνεται επιστημολογικά”, καθώς υπόκειται σε δύο διαφορετικά επίπεδα αναφοράς –οντολογικό και γνωσιολογικό– που όμως εν προκειμένω κατ’ ανάγκην επικοινωνούν ανα-λογικά μεταξύ τους.
Τα όρια άλλωστε, ως γνωστόν, συνιστούν την καρδιά του παρμενίδειου «ἐόντος», το οποίο χαρακτηρίζεται από μια τέτοια «οριακή πληρότητα», καθώς η «κραταιή Ανάγκη μες στα δεσμά του πέρατος το έχει, που το εγκλείει αμφίπλευρα [ενώ] σύσσωμα στα πέρατα στέκει [...] μες στην πληρότητα της παρουσίας του [...] που συνιστά και το νόημά του [μετ. Γιάννη Τζαβάρα].xxi
Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η όλη πρόσφατη συζήτηση, ειδικά στο χώρο της ηθικής φιλοσοφίας, περί αντιθεμελιοκρατίας –μεταμοντέρνα ή μη– (πρβλ. π.χ. το βιβλίο του Hilary Putnam, Ethics without Ontology)xxii, όσο κι αν είναι αρκετά της μόδας, δεν νομίζουμε ότι αγγίζει την αυστηρά οντολογική προσέγγιση που εδώ εισηγούμαστε. καθώς ως ορθή, κατά τα άλλα, κριτική, για παράδειγμα, στην θεμελίωση της ηθικής που επιδιώκει ο καρτεσιανός ορθολογισμός ή ο λογικός θετικισμός και επιστημονισμόςxxiii, αφορούν κατ’ ουσίαν στη μεταφυσική θεμελίωση της ηθικής, ενώ –πάντα, κατά την γνώμη μας– αγνοεί την θεμελιώδη διάκριση μεταξύ γνωσιολογικού/επιστημολογικού και οντολογικού ερωτήματος αυτού καθεαυτού.

VI.
Γι’ αυτό ακριβώς, η επιστροφή της ηθικής στην εποχή της πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας με την μορφή την βιοηθικής αντιμετωπίζει παρομοίως ένα σαφές δίλημμα θεμελίωσης: Δηλαδή ή θα υποκύψει στις ανεπάρκειες και τα τραγικά αδιέξοδα μιας μεταφυσικής –τύποις– “θεμελίωσης” ή θα αναζητήσει και θα αποδεχθεί την οντολογική της θεμελίωση στη βάση της οριακής οντολογίας. Κατά τη γνώμη μας, η σύγχρονη βιοηθική, καθώς εκ των πραγμάτων ενέχει μια προνομιακή –θα λέγαμε– σχέση με τα διαιώνια υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου, που αφορούν στον ορισμό της ζωής και του θανάτου, και τοιουτοτρόπως επανατοποθετώντας την ανθρώπινη ύπαρξη ενώπιον των οριακών της καταστάσεων, που επεδίωκε συστηματικά να λησμονήσει, μέσω της καταναλωτικής λογικής της καθημερινότητας και της συνολικής ουτοπικής λειτουργίας της τεχνικής (ήτοι του τελικού της στόχου για προσιτή αθανασία) μπορεί να παίξει έναν πρωτοποριακό εν προκειμένω ρόλο, επανατοποθέτησης του σύγχρονου ηθικοπολιτικού προβλήματος σε νέες βάσεις οντολογικής υφής.
Αυτό περαιτέρω συνεπάγεται ότι οποιαδήποτε τεχνοεπιστημονική –και όχι μόνο– ανθρώπινη υπέρβαση δεν μπορεί να αποποιηθεί την ιστορικότητά της, η οποία ως τέτοια καταρχήν βασίζεται στην θνητότητα της ανθρώπινης φύσης και στην συνείδηση των ορίων της. Και είναι εν προκειμένω αξιοσημείωτο ότι στοχαστές της βιοηθικής, όπως ο David Thomasma, φτάνουν σε αντίστοιχες διαπιστώσεις κάνοντας λόγο για την «υπαρξιακή αρχή του ανθρώπινου πεπερασμένου»xxiv, η οποία συνιστά ένα «υπαρξιακό εμπειρικό apriori», και μας αφορά όλους, καθώς «όλοι παίρνουμε μέρος σε αυτό το πεπερασμένο και στα αποτελέσματά του – αρρώστια, αποσύνθεση, η ίδια η υγεία (που είναι πάντα μια προσωρινή κατάσταση) αναπηρία, ευπάθεια και θάνατος»xxv. Σε αντίθεση βέβαια με τον Gilbert Hottoisxxvi, ο οποίος δεν αποδέχεται τον θάνατο ως “έσχατο όριο”, και θεωρεί ότι όλα τα όρια είναι περιστασιακά, μη αναγκαία και εν δυνάμει τροποποιήσιμα. Άρα, η ανάδειξη της αθανασίας ως τελικού στόχου της σύγχρονης τεχνικής κατ’ ουσίαν παραπέμπει ή στην ολική –ατομική και πλανητική– καταστροφή ή στην μετα-φυσική μετάλλαξη του ανθρώπου, σε έναν μη θνητό «μετα-άνθρωπο-μηχανή» που κατακτώντας την αθανασία θα είναι ταυτόχρονα Θεός, και πιο πέρα βέβαια στα σχετικά σενάρια της πλανητικής μετοίκησης και του εποικισμού του διαστήματος, λόγω του αβίωτου της φυσικής εν τω πλανήτη Γη ζωήςxxvii.
Συμφωνώντας εν προκειμένω με τον Καστοριάδη, ότι παρ’ όλο που προφανώς υπάρχει εδώ ένα ζήτημα αυταπάτης ως προς τη δύναμη, το οποίο συνδέεται άμεσα με μία αυταπάτη ως προς τη γνώσηxxviii ή την ουδετερότητά της (ότι δηλαδή θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε –και άρα να ελέγξουμε– όλα τα αποτελέσματα των πράξεών μας) δεν μπορούν κατ’ ουσίαν εν σχέσει, για παράδειγμα, με την τεχνοεπιστημονική έρευνα να επιβληθούν απαγορευτικοί νόμοι, καθώς το όλο θέμα «μας οδηγεί –όπως λέει ο ίδιος– σε μια πραγματική αντινομία, που δεν μπορεί να ξεπεραστεί πάνω σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο»xxix, ενόσω εδώ συγκρούεται η αρχή της ελευθερίας με αυτήν της δημιουργικότητας. Μπορεί όμως, υποστηρίζει ο ίδιος, το όλο θέμα να αντιμετωπιστεί σε επίπεδο πολιτικής δράσης, δηλαδή «με την πολιτική κρίση και την πολιτική φρόνηση των ανθρωπίνων κοινοτήτων»xxx, υπό την προϋπόθεση όμως της υιοθέτησης εκ μέρους τους όχι της ετερόνομης αρχής της απαγορευμένης γνώσης, αλλά της αρχής της αυτονομίας, που συνίσταται στη γνώση της θνητότητας (στο «ήθος της θνητότητας») και στη συνείδηση του αυτοπεριορισμούxxxi.
Επομένως, όπως έχουμε υποστηρίξει και αλλούxxxii, καθώς η ενδεχόμενη καταφυγή σε υπερβατικά, θρησκευτικού ή μυστικιστικού χαρακτήρα, “θεμέλια” του ηθικού στοιχείου αντιστρατεύεται την απαραίτητη για την ηθική προοπτική διάσταση του κοινωνικού/καθολικού (καθολικευσιμότητα), η πολιτική συνιστά εν τέλει τη μόνη διάσταση που μπορεί να δικαιώσει την ηθική, εφόσον διασώζει στις ρίζες της τη συλλογικότητα, ως όρο εκ των ων ουκ άνευ της όποιας εν δυνάμει καθολικευσιμότητας. Καθώς όμως, όπως ήδη έχει παρατηρήσει ο Πλάτων: «άλλος είναι ικανός να δημιουργήσει την προϊόντα της τέχνης/τεχνικής και άλλος βέβαια να κρίνει ποιο είναι συγκεκριμένα το μερίδιο της βλάβης και της ωφέλειας γι’ αυτούς που πρόκειται να τα χρησιμοποιήσουν»xxxiii, αυτό συνεπάγεται όχι την δημιουργία κάποιου συμβουλίου σοφών ή ειδικών/τεχνοκρατών που υποτίθεται θα “λύσουν” διά παντός το πρόβλημα, αλλά την περαιτέρω αναγκαία εμπλοκή και τον κριτικό έλεγχο των ενημερωμένων σχετικά πολιτών σε όλα τα πιθανά στάδια ανάπτυξης και εφαρμογής της συγκεκριμένης υπό αίρεση τεχνολογίας, Αν λοιπόν η «απόκτηση και η άσκηση της φρόνησης από όλους τους ανθρώπους» είναι εν προκειμένω το ζητούμενο, όπως ορθά συμπεραίνει καταρχήν ο Καστοριάδηςxxxiv, αυτό επίσης προϋποθέτει, τόσο το φιλοσοφικό στοχασμό επί της τεχνολογίας, όσο και την ανάδειξή της ως του κατεξοχήν πολιτικού ζητήματος για τον αιώνα που διανύουμε, η οποία –όπως νομίζουμε– ισοδυναμεί ταυτόχρονα με την πραγμάτωση της αναγκαίας ενεργούς παιδείας στην τεχνολογία. Εφόσον μάλιστα ως γνωστόν «αἰτία ἑλομένου. Θεὸς ἀναίτιος»xxxv.  





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
i

Βλ. την συνέντευξη του Alvin Toffler στο ιταλικό περιοδικό Espresso, την οποία αναδημοσιεύει η εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 16 Ιανουαρίου 1994, σελ. 28.
ii Βλ. Albert Einstein, Mein Weltbield, Querido Verlag, Amsterdam 1934 (hg. V.C. Seelig, Zürich-Stuttgart-Wien 19532, S. 59). [Η έμφαση δική μας].
iii Βλ. Σπύρου Κυριαζόπουλου, «Το μέγιστον μάθημα», στον τόμο Ενώπιον της τεχνικής, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1971, σελ. 47-81: 76, 79.
iv Βλ. Martin Heidegger, “Die Frage nach der Technik” στον τόμο, Die Technik und die Kehre, Verlag Gunther Neske, Pfullingen 1962, S. 5 (ελληνική έκδοση «Το ερώτημα όσον αφορά την τεχνολογία», παράρτημα στον τόμο Murray Bookchin, Προς μια απελευθερωτική τεχνολογία, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1979, σελ. 131 κ.εξ.).
v Βλ. Jacques Ellul, “The Technological Order” στον τόμο Carl F. Stover (ed.), The Technological Order, Wayne State University Press, Detroit 1963 (ελληνική έκδοση «Η τεχνολογική τάξη» στον τόμο L. Mumford, L. White, J. Ellul, E. Schwartz Η φωτιά του Προμηθέα – Κριτικά δοκίμια για τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό, επιλογή κειμένων, μετ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 1998, σελ. 51-96: 79).
vi Βλ. συνέντευξη του Paul Virilio στην ιταλική RAI εντασσόμενη στην Enciclopedia multimediale delle scienze filosofiche, αναδημοσιεύεται στο ένθετο «Βιβλιοθήκη», Ελευθεροτυπία, 20 Οκτωβρίου 2000, σελ. 14.
vii Βλ. Παναγιώτη Κονδύλη, «Η οικουμενική τεχνική και ο δυτικός πολιτισμός», στον τόμο Από τον20ο στον 21ο αιώνα – Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σελ. 164.
viii Πρόκειται για το γνωστό δίστιχο από το ποίημα του Hölderlin «Πάτμος»: «… Wo aber Gefahr ist, wächst / Das Rettende auch.» (... Όπου ωστόσο κίνδυνος, εκεί / Και η σωτηρία βλασταίνει»), το οποίο συχνά αναφέρει και σχολιάζει ο Heidegger. Βλ. σχετικά Friedrich Hölderlin, Ύμνοι και Αποσπάσματα, δίγλωσση έκδοση, μετ., επιμ. Αθανάσιος Λάμπρου, εκδ. Υπερίων, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 39 κ.εξ. Βλ. επίσης Martin Heidegger, Die Technik und die Kehre, ό.π.
ix Βλ. Σπύρος Κυριαζόπουλος, ό.π., σελ. 21 κ.εξ., 43 κ.εξ.
x Βλ. Bill Joy, “Why the Future doesn’t Need us”, στο περιοδικό Wired, 8.04, April 2000. Αναδημοσιεύεται στο περιοδικό New Perspectives Quarterly (NPQ), ελληνική έκδοση, τεύχος 15, Καλοκαίρι 2000, υπό τον τίτλο «Η απολογία του επιστήμονα», σελ. 10-29: 25 (Η έμφαση δική μας).
xi Βλ. Γιώργος Τσιαντής, Φιλοσοφία και τεχνολογία – Δοκίμιο οριακής οντολογίας, εκδ. Έλλην, Αθήνα 2004, σελ. 43-46.
xii Βλ. Jeremy Rifkin, The Biotech CenturyHarnessing the Gene and Remaking the World, Putnam Publishing Group 1998 (ελληνική έκδοση Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας – Γενετικό εμπόριο και η αυγή του θαυμαστού καινούργιου κόσμου, μετ. Αριάδνη Αλαβάνου, εκδ. “Νέα Σύνορα” Λιβάνη, Αθήνα 1998, σελ. 430).
xiii Βλ. το άρθρο του Hans Magnus Enzensberger στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, το οποίο υπό τον τίτλο «Βιολογία – Η ουτοπία του 21ου αιώνα» αναδημοσιεύεται στο περιοδικό «7 – Η τέχνη της ζωής», ένθετο της εφημερίδας Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, τεύχος 7, 30/1/2001, σελ. 36-37.
xiv Βλ. David Noble, The Religion of Technology – The Divinity of Man and the Spirit of Invention, Penguin Books, New York 1999, σελ. 206-208.
xv Πρβλ. για παράδειγμα το επίμετρο της Ελένης Καλοκαιρινού «Η επίδραση της αρχαίας ελληνικής σκέψης στη σύγχρονη βιοηθική», στην ελληνική έκδοση του τόμου των Mark Kuczewski, Ronald Polansky (eds.), Bioethics – Ancient Themes in Contemporary Issues, A Bradford Book, Cambridge, Massachusetts, London, England 2000 (ελληνική έκδοση ΒιοηθικήΑρχαίες θεματικές σε σύγχρονα προβλήματα, πρόλ. Μυρτώ Δραγώνα – Μονάχου, μετ. Μιχάλης Κατσιμίτσης, εκδ. Τραυλός, Αθήνα 2007, σελ. 527-584: 549-558).
xvi Για αναλυτικότερη διαπραγμάτευση του όλου θέματος βλ. σχετικά το δοκίμιό μας Γιώργος Τσιαντής, «Η έκλειψη του όντος – Για μια οντολογικά θεμελιωμένη γνωσιοθεωρία», στο περιοδικό Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τεύχος 70, Ιανουάριος 2007, σελ. 26-65: 29-33.
xvii Πρβλ. Friedrich Nietzsche, Die Fröhliche Wissenschaft, 1η εκδ. Chemnitz 1881 (ελληνική έκδοση Η χαρούμενη γνώση, μετ. Λίλα Τρουλινού, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1996, σελ. 286-287).
xviii Βλ. Jacques Monod, From Biology to Ethics, The Salk Institute For Biological Studies, San Diego, California 1969 (ελληνική έκδοση Από τη βιολογία στην ηθική, πρόλ. Κώστας Κριμπάς, μετ. Σπύρος Σφενδουράκης, εκδ. Σύναλμα, Αθήνα 1999, σελ. 40).
xix Αναφέρεται από τον Bill Joy, στο κείμενό του “Why the Future doesnt Need us”, ό.π., σελ. 24.
xx Βλ. Σπύρου Κυριαζόπουλου, «Το ανάστημα της εποχής», στον τόμο Ενώπιον της εποχής, ό.π., σελ. 23-43: 26.
xxi Βλ. Παρμενίδου, Περί φύσεως, απόσπ. 8, στ. 30-31, 49, 24 και απόσπ. 16, στ.4. Καθώς λοιπόν το κρίσιμο ερώτημα δεν έγκειται στη γνώση του όντος, αλλά στη δυνατότητά του να είναι ή να μην είναι ως τέτοιο, η μόνη δυνατή και αρμόζουσα στάση απέναντι στο Είναι είναι απλά η αποδοχή του ως τέτοιου, δηλαδή η κατάφασή του (ἔστι γὰρ εἶναι), που προϋποθέτει όχι την επ’ άπειρον γνώση, αλλά την ανα-γνώρισή του ως πλήρους και τετελεσμένου. Βλ. Παρμενίδου, ό.π., απόσπ. 8, στ. 15-16 και απόσπ. 6, στ. 1.
xxii Βλ. Hilary Putnam, Ethics without ontology, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts, London, England 2004.
xxiii Πρβλ. σχετικά David Thomasma, «Ο Αριστοτέλης, η φρόνησις και η μεταμοντέρνα βιοηθική», στον τόμο Mark Kuczewski, Ronald Polansky (επιμ.)., Βιοηθική – Αρχαία θέματα σε σύγχρονους προβληματισμούς, ό.π., σελ. 145-188: 154-157.
xxiv Βλ. David Thomasma, «Ο Αριστοτέλης, η φρόνησις και η μεταμοντέρνα βιοηθική», ό.π., σελ. 173, 175, 179.
xxv Ό.π., σελ. 173.
xxvi Πρβλ. σχετικά Gilbert Hottois, «Από την ανθρωπολογία στην ανθρωποτεχνική;», στο περιοδικό Επιστήμη και κοινωνία, τεύχος 8-9, Άνοιξη-Φθινόπωρο 2002: 85-106: 92-98.
xxvii Πρβλ. σχετικά το δοκίμιό μας Γιώργος Τσιαντής, «Η μεταφυσική τεχνο-λογική της υπέρβασης και η οριακή οντολογία» (υπό δημοσίευση στο περιοδικό Θρησκειολογία).
xxviii Βλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η τεχνοεπιστήμη», στον τόμο Οι ομιλίες στην Ελλάδα, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1990, σελ. 133-167: 137, 151-153.
xxix Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η τεχνοεπιστήμη», ό.π., σελ. 135.
xxx Στο ίδιο.
xxxi Βλ. ό.π., σελ. 138-139, 165-167.
xxxii Βλ. Γιώργος Τσιαντής, Φιλοσοφία και τεχνολογία – Δοκίμιο οριακής οντολογίας, ό.π., σελ. 84.
xxxiii Βλ. Πλάτωνος, Φαίδρος, 274 e: «ἄλλος μὲν τεκεῖν δυνατὸς τὰ τέχνης, ἄλλος δὲ κρῖναι τίν’ ἔχει μοῖραν βλάβης τε καὶ ὠφελείας τοῖς μέλλουσι χρῆσθαι».
xxxiv Πρβλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, ό.π., σελ. 167.
xxxv Βλ. Πλάτωνος, Πολιτεία 617 e.


ΓΙΩΡΓΟΣ Ι. ΤΣΙΑΝΤΗΣ
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΣΤΟ ΕΑΠ
ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΙ ΑΘΗΝΩΝ